"...επιτηδευόμενοι εξ επαγγέλματος την τροπολογίαν, αμαυρούσι και περιτρέπουσι την αλήθειαν με την των σοφισμάτων των περίπλεξιν... " !

Τρίτη 3 Αυγούστου 2010

Οι «προνομιούχοι» και οι τιμητές

                                                     ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑ ΣΕΒΑΣΤΑΚΗ  (Αυγή,  25.7.2010)

              Η εικόνα κοινωνίας με την οποία πολιτεύεται ο κυρίαρχος λόγος των «επώδυνων αλλά αναγκαίων και σωτήριων τομών» είναι η εξής: ένα άθροισμα συντεχνιών, ένα αρχιπέλαγος προνομίων, ένας γαλαξίας εγωιστικών συμφερόντων. Αυτή άραγε δεν είναι η πραγματικότητα, ρωτούν διάφοροι για να σε «κολλήσουν στον τοίχο» ως ιδεοληπτικό. Η συγκεκριμένη εικόνα βεβαίως είναι αληθινή και συνάμα απατηλή. Γιατί ο γαλαξίας έχει κέντρο και δεν είναι ένα χαοτικό νεφέλωμα παρά το ότι δεν υπακούει σε μια σαφή και απλοϊκή αρχιτεκτονική. Η εικόνα την οποία προβάλλει ο κυρίαρχος λόγος θέλει ωστόσο να μας στρατολογήσει, με τη βία μιας θεολογικής αναγκαιότητας, σε μια ερμηνεία κολακευτική για κάθε είδους αποδομητικό εγχείρημα στη ρύθμιση των κοινωνικών σχέσεων, στην ανώτατη εκπαίδευση, στην εργασία. Και φυσικά η εικόνα, επειδή ανταποκρίνεται σε υπαρκτές τάσεις και φαινόμενα αλλά φτιάχνει ένα ψευδές όλον, τρέφεται από τις μικρές και μεγάλες ενοχλήσεις που ερεθίζουν την καθημερινότητά μας. Όσοι, για παράδειγμα, δεν οδηγούν, και επομένως περπατούν στην πόλη παρατηρώντας πιο προσεκτικά τα πράγματα, εύκολα μπορούν να βγάλουν, ένα τελείως αυθαίρετο παρ' όλα αυτά, συμπέρασμα: τόσο μεγάλα και πολυτελή τζιπ, τόσοι θρονιασμένοι «εισοδηματίες» στα καφέ, τόσες αντιπαθητικές περιπτώσεις για τις οποίες αισθάνεσαι ότι δεν αξίζει τον κόπο να διαδηλώσεις και να σκοτιστείς. Από τέτοιες μικρές υποκειμενικές στατιστικές χτίζονται κακιωμένες βεβαιότητες και δηλητηριάζεται ο νους με τακτικές δόσεις μικρότητας. Στη συνέχεια η ίδια απλούστευση, το ίδιο βιωματικό «καφενείο» έρχεται να επιβραβεύσει τη λογική του μνημονίου και τον ορθολογισμό της αθλιότητας τον οποίον επιδιώκουν να επιβάλουν ως κοινή λογική οι κυρίαρχοι.
             Ο λόγος, ας πούμε, περί προνομίων και προνομιούχων παρουσιάζεται ως ψύχραιμη κοινωνιολογία, ενώ τις περισσότερες φορές μεταφράζει σκόρπιες εντυπώσεις και ευτελή εκδικητικά συναισθήματα. Αν πιστέψουμε τους προπαγανδιστές των φιλελεύθερων σοκ, από τον δημοσιονομικό δογματισμό του κ. Στουρνάρα ώς τον πολιτισμικό φιλοεξωτισμό της Σώτης Τριανταφύλλου, όλοι σχεδόν σε αυτή τη χώρα είναι προνομιούχα καθάρματα εκτός από κάποιες μονογονεϊκές oικογένειες, τους συνταξιούχους των τετρακοσίων ευρώ, τους απόρους ή τους εξαρτημένους χρήστες. Ο κυρίαρχος λόγος απονέμει πλέον τίτλους προνομιούχου σε οποιονδήποτε μπορεί να φύγει ένα σαββατοκύριακο για να κάνει δυο μπάνια, σε οποιονδήποτε έχει μια σχετικά σταθερή εργασία και το εισόδημά του μπορεί να υπερβαίνει τα 1.000 ευρώ τον μήνα. Για παράδειγμα, ένας δημόσιος υπάλληλος με 1.500 ευρώ το μήνα δεν είναι απλώς προνομιούχος: πρέπει μάλλον να ζητήσει συγγνώμη από το κράτος του ΠΑΣΟΚ, τον θεό, το ΙΟΒΕ και το Αthens Voice για την ξετσίπωτη συμπεριφορά του και τη μακροχρόνια συνενοχή του στο ελληνικό «κομμουνιστικό» σύστημα.
              Για πρώτη φορά ίσως συναντούμε έναν παρόμοιο κυνισμό πίσω από τη μάσκα της κοινής λογικής. Και ο κυνισμός είναι μεγαλύτερος όσο συνδυάζει δυο φαινομενικά αντίθετα αλλά στην ουσία συμπληρωματικά στοιχεία: πρώτον, μέγιστη ευπείθεια προς τους πραγματικά ισχυρούς και προνομιούχους, προς τους δομικά κυρίαρχους του παιχνιδιού· και δεύτερον, έναν «ηθικό» ανθρωπισμό αποκλειστικά στραμμένο στους αποκλεισμένους, σε επιμέρους ομάδες του πληθυσμού με πολύ χαμηλή έως ανύπαρκτη διαπραγματευτική (πολιτική) ισχύ. Οι πρώτοι πρέπει να ενθαρρυνθούν ως πιθανοί επενδυτές και δημιουργοί πλούτου και ευκαιριών. Οι δεύτεροι, οι αποκλεισμένοι, πρέπει να λάβουν κάτι τι διότι μόνο αυτοί είναι τα «θύματα» και διότι χρειάζονται πάντοτε και «οι δράσεις» για την ανακούφιση των ακραίων καταστάσεων (προβλέπονται τα σχετικά κονδύλια).
             Αυτό το μίγμα καπιταλιστικής δυναμικότητας και χλιαρής συμπόνιας, ταξικής σκληρότητας και επιλεγμένων μητρικών προστατευτισμών αποτελεί την τελευταία λέξη της ιδεολογίας. Η νομιμοποιητική βάση αυτής της ιδεολογίας είναι, όπως είπαμε, μια συρραφή εικόνων από το «κακό παλιό», από τις παθογένειες της Μεταπολίτευσης. Όλοι εξάλλου μπορούμε εύκολα να φτιάξουμε μια προσωπική τερατολογία, να επιδοθούμε στις τυπολογίες της παρακμής και σε λίστες παραπόνων. Όλοι μπορούμε να ελεεινολογήσουμε επίσης τις αδυναμίες, τα λάθη, τις ανεπάρκειες της αριστεράς, των «αριστερισμών», των κάθε είδους ριζοσπαστισμών και αντιστάσεων. Υπάρχει άφθονο υλικό για φιλοσοφικές, πολιτικές, ηθικές κριτικές στο παρελθόν και στο παρόν ανθρώπων, ομάδων, λεξιλογίων, συνθημάτων. Τίποτα πιο εύκολο από το να πηγαίνει κανείς με το κύμα, έστω και με καθυστέρηση δύο δεκαετιών.
              Αλλά μόνο από την αριστερά μπορεί να προκύψει μια διαφορετική ανάγνωση της παθογένειας του παλιού και της ακόμα μεγαλύτερης παθογένειας του νέου. Ούτε ο ελεήμων μοραλισμός υπέρ ευπαθών ομάδων ούτε ο ταξικός παχυδερμισμός όσων σύρονται πίσω από τις νέες ολιγαρχίες των «καινοτομικών» τεχνοκρατών και της απελευθερωμένης επιχειρηματικότητας μπορούν να απαντήσουν στη σημερινή κοινωνική και ηθική κρίση. Από τώρα γνωρίζουμε ότι οι φορείς του καπιταλιστικού «εξορθολογισμού» θα έχουν και την κύρια πολιτική ευθύνη για την άνοδο της αγριότητας που θα προκύψει στο όνομα της τάξης την οποία σπεύδουν να εγκαθιδρύσουν.