"...επιτηδευόμενοι εξ επαγγέλματος την τροπολογίαν, αμαυρούσι και περιτρέπουσι την αλήθειαν με την των σοφισμάτων των περίπλεξιν... " !

Κυριακή 29 Μαΐου 2011

για την Παρισινή Κομμούνα (26 Μαρτίου -28 Μαΐου 1871)



                                                        Το χρονικό της Κομμούνας
            Η Παρισινή Κομμούνα ήταν η εργατική επαναστατική κυβέρνηση που εγκαθιδρύθηκε στο Παρίσι μετά την εξέγερση της εθνοφρουράς και των εργατών της πόλης και διήρκεσε από τις 26 Μαρτίου του 1871 μέχρι τις 28 Μαΐου της ίδιας χρονιάς.
            Με το τέλος του γάλλο-πρωσικού πολέμου το Παρίσι συμφωνήθηκε να τελεί υπό πρωσική κατοχή. Ωστόσο, ο λαός και η εθνοφρουρά της πόλης, ενώ είχαν αντέξει την πρωσική πολιορκία για έξι μήνες, αρνήθηκαν την πρωσική κατοχή, αποκλείοντας τους Πρώσους σε μια μικρή περιοχή του Παρισιού και αστυνομεύοντας τα «σύνορα» της περιοχής αυτής. Η κυβέρνηση της Τρίτης Γαλλικής Δημοκρατίας, με πρόεδρο τον Αδόλφο Θιέρσο, φοβήθηκε ότι οι εργάτες του Παρισιού θα έπαιρναν τα όπλα της εθνοφρουράς και θα προκαλούσαν τους Πρώσους, και έτσι στις 18 Μαρτίου ο γαλλικός στρατός μπήκε στο Παρίσι. Η εθνοφρουρά του Παρισιού αρνήθηκε να παραδώσει τα όπλα. Ο στρατός υποχώρησε στις Βερσαλλίες και η κυβέρνηση κήρυξε τον πόλεμο στις δυνάμεις που κρατούσαν το Παρίσι.
            Στις 26 Μαρτίου το Παρίσι εξέλεξε καινούργιο δημοτικό συμβούλιο, με πρόεδρο τον Λουί Ογκίστ Μπλανκί (Louis Auguste Blanqui 1805-1881) που ήταν φυλακισμένος από την κυβέρνηση, και στις 28 Μαρτίου ανακηρύχθηκε η Παρισινή Κομούνα. Ο στρατός της πόλης αντικαταστάθηκε από πολιτοφυλακή αποτελούμενη από όλους τους πολίτες που μπορούσαν να πολεμήσουν. Η Κομούνα πήρε σχεδόν αμέσως μέτρα προς όφελος των εργατών: επέβαλε πάγωμα των τιμών στα ενοίκια κατά την διάρκεια του πολέμου, απαγόρευσε στα ενεχυροδανειστήρια να πουλούν αγαθά, καθώς οι εργάτες αναγκάστηκαν να βάλουν ενέχυρο τα εργαλεία τους κατά τη διάρκεια του πολέμου, κρατικοποίησε την εκκλησιαστική περιουσία, ανέβαλε την υποχρέωση καταβολής των χρεών, εξίσωσε τους μισθούς των υπαλλήλων και τους επέβαλε ανώτατο όριο, και κατάργησε τους τόκους.
            Ο στρατός των Βερσαλλιών επιτέθηκε στο Παρίσι στις 2 Απριλίου, και από τότε η πόλη βρισκόταν υπό συνεχή βομβαρδισμό. Όσοι Κομμουνάροι αιχμαλωτίζονταν εκτελούνταν αμέσως, και το πλεονέκτημα του στρατού ήταν τέτοιο, ώστε από τα μέσα Απριλίου σταμάτησε κάθε διαπραγμάτευση με τους εξεγερμένους. Το τείχος της πόλης καταλήφθηκε στις 21 Μαΐου, αλλά η σκληρότερη αντίσταση σημειώθηκε στις ανατολικές εργατικές συνοικίες του Παρισιού, όπου οι οδομαχίες συνεχίστηκαν για ακόμα οκτώ μέρες, που έμειναν στην ιστορία ως η "Ματωμένη Βδομάδα" (La semaine sanglante). Καθ' όλη την διάρκεια της επέλασης των κυβερνητικών στρατευμάτων θανατώθηκαν πολλοί άμαχοι και, σύμφωνα με τις κυβερνητικές πηγές, μόνο κατά τη "Ματωμένη Βδομάδα" σκοτώθηκαν 17.000 παριζιάνοι, ενώ άλλες πηγές ανεβάζουν τον αριθμό σε 30.000. Οι τελευταίοι εκατόν σαράντα επτά Κομμουνάροι εκτελέστηκαν το απόγευμα της 28ης Μαΐου, στο νεκροταφείο Περ Λασέζ όπου είχαν οχυρωθεί, σε ένα σημείο που σήμερα είναι γνωστό ως Τοίχος των Κομμουνάρων. Οι απώλειες των κυβερνητικών το ίδιο διάστημα ήταν 1.000 στρατιώτες. Συγκριτικά, την περίοδο της λεγόμενης τρομοκρατίας κατά τη Γαλλική Επανάσταση, που διήρκεσε ενάμισι χρόνο, οι νεκροί ήταν 19.000.
        Ακόμα και μετά την πτώση του Παρισιού, τα αντίποινα συνεχίστηκαν, και 4.500 έως 7.000 Κομμουνάροι εξορίστηκαν στη Νέα Καληδονία, ενώ το Παρίσι παρέμεινε υπό στρατιωτικό νόμο για ακόμη πέντε χρόνια. Σε αρκετές άλλες πόλεις έγιναν εξεγέρσεις που δημιούργησαν κομούνες, οι οποίες κατεστάλησαν κι αυτές, όπως στις πόλεις Σαιντ Ετιέν, Λε Κροζό και Μασσαλία.
                                                                   "Αναγνώσεις" -Αυγή 29/05/2011

Τετάρτη 18 Μαΐου 2011

«Πεθαίνω σα χώρα»

                                                                                    του Γ. Πήττα , εφημερίδα "Πολίτης"
(…) … Μισώ αυτή τη χώρα. Μου έφαγε τα σπλάχνα. Γράφω σʼ εσένα γιατί μαζί ποθήσαμε να είναι γόνιμα αυτά τα σπλάχνα, κι αυτός ο πόθος μάς ένωσε νύχτες και νύχτες… και σʼ άλλες ώρες της μέρας, όταν ξαφνικά γινόταν ένα θαύμα και ξεχνούσαμε τον τρόμο που έτρεχε στους δρόμους καθώς μες στις φλέβες μας… τα εφιαλτικά δελτία ειδήσεων που μας εμπόδιζαν ακόμα και να κοιταζόμαστε… διαβασμένα από θεότρελους εκφωνητές… τα ουρλιαχτά που σκέπαζαν ακόμα και τις σειρήνες των ασθενοφόρων. Μισώ αυτή τη χώρα. Μου έφαγε τα σπλάχνα. Μου τα ʼφαγε. Τη μισώ. Ναι, τη μισώ, τη μισώ...(...)
Από το συγκλονιστικό και μοναδικό «Πεθαίνω σα χώρα» του Δημήτρη Δημητριάδη, δημοσιευμένο για πρώτη φορά το 1978…
Και βέβαια, ενώ τη μισεί, τη μισεί, μόνο ο κλινικά ηλίθιος δεν μπορεί να δει πόσο τη λατρεύει, τη λατρεύει, τόσο που του γίνεται καρκίνος και χτικιό.
Χτυπάει μέσα στο κεφάλι αυτές τις μέρες το γραπτό του Δημητριάδη.
Χτυπάει γιατί αναδεικνύει το χρονικό εύρος μέσα στο οποίο ένας καλός δέκτης πυροδοτήθηκε για να γράψει αυτό μεγάλης σημασίας και αίσθησης κείμενο, θυμίζει πως ο θάνατος που τώρα κάνει με θράσος την περιφορά του στην Ελλάδα, ήταν ήδη εκεί από τότε και ας μην τον βλέπαμε.
Και ο χειρότερος, ο βαθύτερος, ο αμετάκλητος θάνατος θα συμβεί, αν με οποιαδήποτε αλχημεία καταφέρει το λεγόμενο «πολιτικό σύστημα» που γνωρίζουμε τα πολλά τελευταία χρόνια, να επιβιώσει.
Γιατί, είναι τελικά όλο, απελπιστικά νοσηρό.
Ο βαθμιαίος εκφασισμός της Ελληνικής κοινωνίας που ασφαλώς και προϋπήρχε ως σπέρμα και έχει τις ρίζες του σε αίτια πολλά , τα έχουμε πει αρκετές φορές σε διαφορετικά κείμενα, εκτοξεύτηκε στη δεκαετία του 90 με τα πρώτα κύματα των μεταναστών.
Αυτοί, οι πρώτοι μετανάστες, ήταν που έγιναν οι αποδέκτες της νεόπλουτης χυδαιότητας των νεοελλήνων, στην εποχή που κάθε σπίτι, δεν ήταν δυνατόν αλλιώς (!), είχε μαζί με την επίπλωση και μία Φιλιππινέζα για να μαγειρεύει, να κάνει το υποζύγιο, να ξεσκατώνει τα παιδιά, να σκουπίζει και να υπακούει σε οτιδήποτε.
Συζητήσεις επί συζητήσεων των νεοελλήνων στα εστιατόρια τότε, να μιλάνε για τις οικιακές βοηθούς (sic) ως να μιλούσαν για ντιβάνια πολυθρόνες και τραπέζια.
Μετά ήρθαν οι Αλβανοί.
Χτίσανε τις αυθαίρετες ή νόμιμες βίλες μας, δίδαξαν την ξεχασμένη στους Έλληνες τέχνη της πέτρας, και προστέθηκαν στις στρατιές των ανθρώπων από χώρε μακρινές όπως το Μπανγκλαντές και το Πακιστάν για να «μας φτιάξουν» Εγνατία, Αττική Οδό, Γέφυρα Ρίου Αντιρρίου, Αεροδρόμιο, Ολυμπιακά έργα.
Το «Greek dream» πνιγμένο στο αίμα δεκάδων νεκρών και εκατοντάδων μοιραία τραυματισμένων και ακρωτηριασμένων.
Χαμένοι στα ψιλά των εφημερίδων, αόρατοι, ανύπαρκτοι, ανασφάλιστοι μάρτυρες του νεοελληνικού μεγαλειώδους μπαλονιού.
Ήδη, η παρεούλα του Καρατζαφέρη και των μπουρτζόβλαχων είχε πιάσει δουλειά.
Πονηρός ο βλάχος και με τη βοήθεια του Θεού του ως γνήσιος ορθόδοξος, με το «σταυρό στο χέρι» διέχυσε το δηλητήριο του στο κοινό που δεν συμμετείχε στο φαγοπότι αλλά δεν είχε τον κατάλληλο εξοπλισμό για να τον ξεράσει και κάθονταν στην άκρη με παράπονο.
Τότε, που η Ελλάδα παρέστησε την «ανεπτυγμένη» και μάθαινε να χλαπακιάζει σούσι, φύτρωναν οι χρηματιστές σαν τα μανιτάρια στο δάσος, οι τηλεοράσεις γέμιζαν με ξανθιές παρουσιάστριες και κοριτσάκια που κουνούσαν σαν τα καθυστερημένα τα χέρια τους σε λαϊκοπόπ τσιφτετέλια.
Οι κωλοέλληνες που τραγούδησε σοφά (αλλά δεν ξανατραγούδησε) ο Σαββόπουλος.
Τώρα, που όλα κατέρρευσαν , το πρόσωπο μας δείχνει πόσο απελπιστικά άδειο είναι.
Παραδομένο το κέντρο στα τάγματα εφόδου της Χρυσαυγίτικης συμμορίας, αυτής της δράκας των ανωμάλων που έχουν βρει και μερικές ντουζίνες συμπαραστάτες από απελπισμένους νοικοκυραίους, σηματοδοτεί όχι απλά το τέλος της μεταπολίτευσης και της ένδειας των εκπροσώπων της αλλά την απόλυτη χρεοκοπία του συστήματος.
Και λέω «απόλυτη χρεοκοπία» γιατί μέσα στο σύστημα εντάσσω και την απέραντη ανεπάρκεια της Αριστεράς και των εξ επαγγέλματος αντιρατσιστών που αρνήθηκαν πεισματικά να δουν το πρόβλημα και τη διόγκωση του, βάζοντας το κεφάλι στην άμμο και σφραγίζοντας το διαβατήριο στους «νοικοκυραίους» για το προς τον εκφασισμό ταξίδι τους.
Και ναι, η μοναδική πραγματική ελπίδα που μας έμεινε, είναι η κατάρρευση, μήπως και, προκύψει κάτι, μήπως από τα ερείπια του, υπάρξει χαραμάδα να πνεύσει φρέσκος αέρας και σκέψεις.
Με φόβο, προ καιρού, παρακολουθούσα κείμενα και συζητήσεις που αναδείκνυαν ως καλύτερη λύση, την διακυβέρνηση της χώρας από Επιχειρηματίες.
Κάτι σαν μοντέλο Μπερλουσκόνι δηλαδή ή , για να το πω αλλιώς, να έρθει στα πράγματα η τάξη που έχει πλουτίσει από τη διαπλοκή σε βάρος της Κοινωνίας.
Με θλίψη και ανησυχία παρατηρώ την απόλυτη έλλειψη φωνής και παρουσίας της λεγόμενης πνευματικής ιντελιγκέντσιας. Υπάρχει; Υπάρχει. Νωθρή, άφωνη, άνευρη, άτολμη, χαμένη σε θεωρητικές απεραντολογίες που δεν αφορούν κανέναν εκτός από τον αντίλαλο τους.
Με τρόμο, παρατηρώ την πλήρη και τεράστια απουσία οποιασδήποτε μορφής πολιτικής πρωτοπορίας και ηγεσίας στην Κοινωνία που να μπορεί να σμιλέψει και να καθοδηγήσει την οργή σε γόνιμες ατραπούς.
Η Ελλάδα, δεν διαφέρει σε πολλά από την Γερμανία του μεσοπολέμου.
Μια χώρα σε πλήρη και απόλυτη παρακμή. Και αν ήταν η πολεμική ήττα και η Συνθήκη των Βερσαλλιών ο γερμανικός εξευτελισμός που οδήγησε στον θρίαμβο του Χίτλερ, εδώ, σε μας είναι η ήττα της κάλπικης ευδαιμονίες και η Συνθήκη του Μνημονίου.
Ακριβώς έτσι το προσδιορίζει και ο Gabor Steingart, αρχισυντάκτης της οικονομικής εφημερίδας Handelsblatt, που χαρακτήρισε τα οικονομικά μέτρα που έχουν επιβληθεί στην Ελλάδα, ως μία "Συνθήκη των Βερσαλλιών" χωρίς τον πόλεμο.
Σε αυτό το κάδρο μέσα, η παρανοϊκή βία των ένστολων, η παρανοϊκή δράση της Χρυσής Αυγής που μόνο και μόνο για το σύνθημα «εναντίον όλων» θα έπρεπε να τεθεί εκτός νόμου.
Σε αυτό το κάδρο λοιπόν, και οι πελιδνές μορφές των εκπροσώπων του συστήματος να ψελλίζουν αενάως την ίδια κασέτα χωρίς να πείθουν πια, ούτε τα ντουβάρια.
Φόντο, η οικονομική εξαθλίωση των πολλών που ποτέ δεν βγήκαν μπροστά, οι αμέτρητοι άνεργοι, το εθνικό χαρακίρι του ανώνυμου πολίτη και όχι των ενόχων, η διαρκής ενοχοποίηση των θυμάτων ενός εγκλήματος που άλλοι έκαναν και άλλοι πληρώνουν.
Δεν μένει τίποτα, παρά το πλήρες ξήλωμα της σαπίλας.
Δεν μένει τίποτα, παρά να μαζευτούν εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπων στο Σύνταγμα, ήσυχα και να μείνουν εκεί μέχρι να υπάρξει αλλαγή πλεύσης με συγκεκριμένες πρακτικές.
Αλλά ξέχασα….Για να γίνει κάτι τέτοιο, πρέπει να το υπογράψει το ΚΚΕ.
Το οποίο, με όλον τον σεβασμό στη συνέπεια που το διακατέχει, ως ηγεσία τουλάχιστον, είναι ακόμα ένα μέρος του προβλήματος.
Πως θα τους πάρει και θα τους σηκώσει όλους ο άνεμος χωρίς να έρθει το μαύρο;
Δεν ξέρω. Όποιος γνωρίζει, ας το πει.