του Δημήτρη Σεβαστάκη (Αυγή, 27.9.2014)
Ψάχνει άκρες. Έναν παλιό συμμαθητή από το 60ό Γυμνάσιο της Κυψέλης, έναν σύντροφο από τη «Σπουδάζουσα» . Απ' τα μέσα της δεκαετίας του '80, βρέθηκε στην Πολεοδομία και «πούλαγε» άδειες ή στην τράπεζα και «πούλαγε» επιχειρηματικά δάνεια. Μπόρεσε να χωθεί αφού είχε πλησιάσει την Τοπική του ΠΑΣΟΚ. Λίγο μετά -επί Δεξιάς- έβαλε και τη γυναίκα του στο τότε ΥΠΕΧΩΔΕ. Πέρασαν «φανταστικά», όπως λέει. Ήσυχα και παχιά, με κυριακάτικες εξορμήσεις στη Χασιά (αγριογούρουνο ή προβατίνα), καλά αμάξια (ένα σεντάν 2.000 κυβικών εκείνος, η γυναίκα τζιπάκι και ο γιος Gt-i), εύκολο δάνειο (για φορολογικούς λόγους, τα λεφτά τα είχε), μεγάλο σπίτι (πέντε χιλιάδες, μόνο τα ιταλικά έπιπλα κουζίνας).
Τώρα πιέζεται πολύ. Τα χαράτσια, ο ΕΝΦΙΑ, οι δόσεις (είχε φουσκώσει πολύ τις κάρτες), δεν βρίσκει και κάτι για τον γιο (άνεργος, όλη μέρα με φραπέδες στο Στοίχημα και το smartphone). Έκανε τα χαρτιά του για σύνταξη, είχε τα χρόνια άλλωστε, έχωσε και κάποια πλασματικά. Παίρνει «έναντι» και μαζί μια σημαντική κάτω βόλτα. Φέτος δεν πήγε -πρώτη φορά- στο χωριό. Του προσέχει ένας γείτονας το κτήμα.
Το απόγευμα του Σαββάτου μελαγχολεί στο σούπερ μάρκετ. Όλα ακριβά. Παλιά έπαιρνε τρία - τρία τα μπουκάλια ουίσκι. Μεγαλεία... Τόσα χρόνια είχε εκπαιδευτεί να βρίσκει άκρες, να βρίσκει τις τρύπες του συστήματος, να τις αναπαράγει με τη σειρά του, να τρυπώνει, να ελίσσεται. Μια με τον έναν, μια με τον άλλον -αλλά στον καθένα έλεγε ότι ήταν δικός του. Έπειθε με μια καπάτσα κακομοιριά.
Ανακαλεί σήμερα μια πολιτική αργκό, για να πλησιάσει ξανά τον ΣΥΡΙΖΑΙΟ, «να θυμηθούνε τα παλιά». Είχαν χαθεί τόσα χρόνια. Είναι ένας διαψευσμένος, φοβισμένος, τσαντισμένος μικροαστός. Όχι ριζοσπαστικοποιημένος. Στο προηγούμενο κείμενό μου (Η στροφή προς τον ΣΥΡΙΖΑ είναι και προς την Αριστερά;) είχα ισχυριστεί ότι ο ΣΥΡΙΖΑ πλησιάζει μεν την εξουσία (με τον ΕΝΦΙΑ και την αυτοδυναμία), αλλά, παραδόξως, στενεύει το πεδίο πολιτικής του παρέμβασης. Εννοούσα περίπου αυτό που αφηγούμαι.