"...επιτηδευόμενοι εξ επαγγέλματος την τροπολογίαν, αμαυρούσι και περιτρέπουσι την αλήθειαν με την των σοφισμάτων των περίπλεξιν... " !

Κυριακή 29 Μαΐου 2011

για την Παρισινή Κομμούνα (26 Μαρτίου -28 Μαΐου 1871)



                                                        Το χρονικό της Κομμούνας
            Η Παρισινή Κομμούνα ήταν η εργατική επαναστατική κυβέρνηση που εγκαθιδρύθηκε στο Παρίσι μετά την εξέγερση της εθνοφρουράς και των εργατών της πόλης και διήρκεσε από τις 26 Μαρτίου του 1871 μέχρι τις 28 Μαΐου της ίδιας χρονιάς.
            Με το τέλος του γάλλο-πρωσικού πολέμου το Παρίσι συμφωνήθηκε να τελεί υπό πρωσική κατοχή. Ωστόσο, ο λαός και η εθνοφρουρά της πόλης, ενώ είχαν αντέξει την πρωσική πολιορκία για έξι μήνες, αρνήθηκαν την πρωσική κατοχή, αποκλείοντας τους Πρώσους σε μια μικρή περιοχή του Παρισιού και αστυνομεύοντας τα «σύνορα» της περιοχής αυτής. Η κυβέρνηση της Τρίτης Γαλλικής Δημοκρατίας, με πρόεδρο τον Αδόλφο Θιέρσο, φοβήθηκε ότι οι εργάτες του Παρισιού θα έπαιρναν τα όπλα της εθνοφρουράς και θα προκαλούσαν τους Πρώσους, και έτσι στις 18 Μαρτίου ο γαλλικός στρατός μπήκε στο Παρίσι. Η εθνοφρουρά του Παρισιού αρνήθηκε να παραδώσει τα όπλα. Ο στρατός υποχώρησε στις Βερσαλλίες και η κυβέρνηση κήρυξε τον πόλεμο στις δυνάμεις που κρατούσαν το Παρίσι.
            Στις 26 Μαρτίου το Παρίσι εξέλεξε καινούργιο δημοτικό συμβούλιο, με πρόεδρο τον Λουί Ογκίστ Μπλανκί (Louis Auguste Blanqui 1805-1881) που ήταν φυλακισμένος από την κυβέρνηση, και στις 28 Μαρτίου ανακηρύχθηκε η Παρισινή Κομούνα. Ο στρατός της πόλης αντικαταστάθηκε από πολιτοφυλακή αποτελούμενη από όλους τους πολίτες που μπορούσαν να πολεμήσουν. Η Κομούνα πήρε σχεδόν αμέσως μέτρα προς όφελος των εργατών: επέβαλε πάγωμα των τιμών στα ενοίκια κατά την διάρκεια του πολέμου, απαγόρευσε στα ενεχυροδανειστήρια να πουλούν αγαθά, καθώς οι εργάτες αναγκάστηκαν να βάλουν ενέχυρο τα εργαλεία τους κατά τη διάρκεια του πολέμου, κρατικοποίησε την εκκλησιαστική περιουσία, ανέβαλε την υποχρέωση καταβολής των χρεών, εξίσωσε τους μισθούς των υπαλλήλων και τους επέβαλε ανώτατο όριο, και κατάργησε τους τόκους.
            Ο στρατός των Βερσαλλιών επιτέθηκε στο Παρίσι στις 2 Απριλίου, και από τότε η πόλη βρισκόταν υπό συνεχή βομβαρδισμό. Όσοι Κομμουνάροι αιχμαλωτίζονταν εκτελούνταν αμέσως, και το πλεονέκτημα του στρατού ήταν τέτοιο, ώστε από τα μέσα Απριλίου σταμάτησε κάθε διαπραγμάτευση με τους εξεγερμένους. Το τείχος της πόλης καταλήφθηκε στις 21 Μαΐου, αλλά η σκληρότερη αντίσταση σημειώθηκε στις ανατολικές εργατικές συνοικίες του Παρισιού, όπου οι οδομαχίες συνεχίστηκαν για ακόμα οκτώ μέρες, που έμειναν στην ιστορία ως η "Ματωμένη Βδομάδα" (La semaine sanglante). Καθ' όλη την διάρκεια της επέλασης των κυβερνητικών στρατευμάτων θανατώθηκαν πολλοί άμαχοι και, σύμφωνα με τις κυβερνητικές πηγές, μόνο κατά τη "Ματωμένη Βδομάδα" σκοτώθηκαν 17.000 παριζιάνοι, ενώ άλλες πηγές ανεβάζουν τον αριθμό σε 30.000. Οι τελευταίοι εκατόν σαράντα επτά Κομμουνάροι εκτελέστηκαν το απόγευμα της 28ης Μαΐου, στο νεκροταφείο Περ Λασέζ όπου είχαν οχυρωθεί, σε ένα σημείο που σήμερα είναι γνωστό ως Τοίχος των Κομμουνάρων. Οι απώλειες των κυβερνητικών το ίδιο διάστημα ήταν 1.000 στρατιώτες. Συγκριτικά, την περίοδο της λεγόμενης τρομοκρατίας κατά τη Γαλλική Επανάσταση, που διήρκεσε ενάμισι χρόνο, οι νεκροί ήταν 19.000.
        Ακόμα και μετά την πτώση του Παρισιού, τα αντίποινα συνεχίστηκαν, και 4.500 έως 7.000 Κομμουνάροι εξορίστηκαν στη Νέα Καληδονία, ενώ το Παρίσι παρέμεινε υπό στρατιωτικό νόμο για ακόμη πέντε χρόνια. Σε αρκετές άλλες πόλεις έγιναν εξεγέρσεις που δημιούργησαν κομούνες, οι οποίες κατεστάλησαν κι αυτές, όπως στις πόλεις Σαιντ Ετιέν, Λε Κροζό και Μασσαλία.
                                                                   "Αναγνώσεις" -Αυγή 29/05/2011

Τετάρτη 18 Μαΐου 2011

«Πεθαίνω σα χώρα»

                                                                                    του Γ. Πήττα , εφημερίδα "Πολίτης"
(…) … Μισώ αυτή τη χώρα. Μου έφαγε τα σπλάχνα. Γράφω σʼ εσένα γιατί μαζί ποθήσαμε να είναι γόνιμα αυτά τα σπλάχνα, κι αυτός ο πόθος μάς ένωσε νύχτες και νύχτες… και σʼ άλλες ώρες της μέρας, όταν ξαφνικά γινόταν ένα θαύμα και ξεχνούσαμε τον τρόμο που έτρεχε στους δρόμους καθώς μες στις φλέβες μας… τα εφιαλτικά δελτία ειδήσεων που μας εμπόδιζαν ακόμα και να κοιταζόμαστε… διαβασμένα από θεότρελους εκφωνητές… τα ουρλιαχτά που σκέπαζαν ακόμα και τις σειρήνες των ασθενοφόρων. Μισώ αυτή τη χώρα. Μου έφαγε τα σπλάχνα. Μου τα ʼφαγε. Τη μισώ. Ναι, τη μισώ, τη μισώ...(...)
Από το συγκλονιστικό και μοναδικό «Πεθαίνω σα χώρα» του Δημήτρη Δημητριάδη, δημοσιευμένο για πρώτη φορά το 1978…
Και βέβαια, ενώ τη μισεί, τη μισεί, μόνο ο κλινικά ηλίθιος δεν μπορεί να δει πόσο τη λατρεύει, τη λατρεύει, τόσο που του γίνεται καρκίνος και χτικιό.
Χτυπάει μέσα στο κεφάλι αυτές τις μέρες το γραπτό του Δημητριάδη.
Χτυπάει γιατί αναδεικνύει το χρονικό εύρος μέσα στο οποίο ένας καλός δέκτης πυροδοτήθηκε για να γράψει αυτό μεγάλης σημασίας και αίσθησης κείμενο, θυμίζει πως ο θάνατος που τώρα κάνει με θράσος την περιφορά του στην Ελλάδα, ήταν ήδη εκεί από τότε και ας μην τον βλέπαμε.
Και ο χειρότερος, ο βαθύτερος, ο αμετάκλητος θάνατος θα συμβεί, αν με οποιαδήποτε αλχημεία καταφέρει το λεγόμενο «πολιτικό σύστημα» που γνωρίζουμε τα πολλά τελευταία χρόνια, να επιβιώσει.
Γιατί, είναι τελικά όλο, απελπιστικά νοσηρό.
Ο βαθμιαίος εκφασισμός της Ελληνικής κοινωνίας που ασφαλώς και προϋπήρχε ως σπέρμα και έχει τις ρίζες του σε αίτια πολλά , τα έχουμε πει αρκετές φορές σε διαφορετικά κείμενα, εκτοξεύτηκε στη δεκαετία του 90 με τα πρώτα κύματα των μεταναστών.
Αυτοί, οι πρώτοι μετανάστες, ήταν που έγιναν οι αποδέκτες της νεόπλουτης χυδαιότητας των νεοελλήνων, στην εποχή που κάθε σπίτι, δεν ήταν δυνατόν αλλιώς (!), είχε μαζί με την επίπλωση και μία Φιλιππινέζα για να μαγειρεύει, να κάνει το υποζύγιο, να ξεσκατώνει τα παιδιά, να σκουπίζει και να υπακούει σε οτιδήποτε.
Συζητήσεις επί συζητήσεων των νεοελλήνων στα εστιατόρια τότε, να μιλάνε για τις οικιακές βοηθούς (sic) ως να μιλούσαν για ντιβάνια πολυθρόνες και τραπέζια.
Μετά ήρθαν οι Αλβανοί.
Χτίσανε τις αυθαίρετες ή νόμιμες βίλες μας, δίδαξαν την ξεχασμένη στους Έλληνες τέχνη της πέτρας, και προστέθηκαν στις στρατιές των ανθρώπων από χώρε μακρινές όπως το Μπανγκλαντές και το Πακιστάν για να «μας φτιάξουν» Εγνατία, Αττική Οδό, Γέφυρα Ρίου Αντιρρίου, Αεροδρόμιο, Ολυμπιακά έργα.
Το «Greek dream» πνιγμένο στο αίμα δεκάδων νεκρών και εκατοντάδων μοιραία τραυματισμένων και ακρωτηριασμένων.
Χαμένοι στα ψιλά των εφημερίδων, αόρατοι, ανύπαρκτοι, ανασφάλιστοι μάρτυρες του νεοελληνικού μεγαλειώδους μπαλονιού.
Ήδη, η παρεούλα του Καρατζαφέρη και των μπουρτζόβλαχων είχε πιάσει δουλειά.
Πονηρός ο βλάχος και με τη βοήθεια του Θεού του ως γνήσιος ορθόδοξος, με το «σταυρό στο χέρι» διέχυσε το δηλητήριο του στο κοινό που δεν συμμετείχε στο φαγοπότι αλλά δεν είχε τον κατάλληλο εξοπλισμό για να τον ξεράσει και κάθονταν στην άκρη με παράπονο.
Τότε, που η Ελλάδα παρέστησε την «ανεπτυγμένη» και μάθαινε να χλαπακιάζει σούσι, φύτρωναν οι χρηματιστές σαν τα μανιτάρια στο δάσος, οι τηλεοράσεις γέμιζαν με ξανθιές παρουσιάστριες και κοριτσάκια που κουνούσαν σαν τα καθυστερημένα τα χέρια τους σε λαϊκοπόπ τσιφτετέλια.
Οι κωλοέλληνες που τραγούδησε σοφά (αλλά δεν ξανατραγούδησε) ο Σαββόπουλος.
Τώρα, που όλα κατέρρευσαν , το πρόσωπο μας δείχνει πόσο απελπιστικά άδειο είναι.
Παραδομένο το κέντρο στα τάγματα εφόδου της Χρυσαυγίτικης συμμορίας, αυτής της δράκας των ανωμάλων που έχουν βρει και μερικές ντουζίνες συμπαραστάτες από απελπισμένους νοικοκυραίους, σηματοδοτεί όχι απλά το τέλος της μεταπολίτευσης και της ένδειας των εκπροσώπων της αλλά την απόλυτη χρεοκοπία του συστήματος.
Και λέω «απόλυτη χρεοκοπία» γιατί μέσα στο σύστημα εντάσσω και την απέραντη ανεπάρκεια της Αριστεράς και των εξ επαγγέλματος αντιρατσιστών που αρνήθηκαν πεισματικά να δουν το πρόβλημα και τη διόγκωση του, βάζοντας το κεφάλι στην άμμο και σφραγίζοντας το διαβατήριο στους «νοικοκυραίους» για το προς τον εκφασισμό ταξίδι τους.
Και ναι, η μοναδική πραγματική ελπίδα που μας έμεινε, είναι η κατάρρευση, μήπως και, προκύψει κάτι, μήπως από τα ερείπια του, υπάρξει χαραμάδα να πνεύσει φρέσκος αέρας και σκέψεις.
Με φόβο, προ καιρού, παρακολουθούσα κείμενα και συζητήσεις που αναδείκνυαν ως καλύτερη λύση, την διακυβέρνηση της χώρας από Επιχειρηματίες.
Κάτι σαν μοντέλο Μπερλουσκόνι δηλαδή ή , για να το πω αλλιώς, να έρθει στα πράγματα η τάξη που έχει πλουτίσει από τη διαπλοκή σε βάρος της Κοινωνίας.
Με θλίψη και ανησυχία παρατηρώ την απόλυτη έλλειψη φωνής και παρουσίας της λεγόμενης πνευματικής ιντελιγκέντσιας. Υπάρχει; Υπάρχει. Νωθρή, άφωνη, άνευρη, άτολμη, χαμένη σε θεωρητικές απεραντολογίες που δεν αφορούν κανέναν εκτός από τον αντίλαλο τους.
Με τρόμο, παρατηρώ την πλήρη και τεράστια απουσία οποιασδήποτε μορφής πολιτικής πρωτοπορίας και ηγεσίας στην Κοινωνία που να μπορεί να σμιλέψει και να καθοδηγήσει την οργή σε γόνιμες ατραπούς.
Η Ελλάδα, δεν διαφέρει σε πολλά από την Γερμανία του μεσοπολέμου.
Μια χώρα σε πλήρη και απόλυτη παρακμή. Και αν ήταν η πολεμική ήττα και η Συνθήκη των Βερσαλλιών ο γερμανικός εξευτελισμός που οδήγησε στον θρίαμβο του Χίτλερ, εδώ, σε μας είναι η ήττα της κάλπικης ευδαιμονίες και η Συνθήκη του Μνημονίου.
Ακριβώς έτσι το προσδιορίζει και ο Gabor Steingart, αρχισυντάκτης της οικονομικής εφημερίδας Handelsblatt, που χαρακτήρισε τα οικονομικά μέτρα που έχουν επιβληθεί στην Ελλάδα, ως μία "Συνθήκη των Βερσαλλιών" χωρίς τον πόλεμο.
Σε αυτό το κάδρο μέσα, η παρανοϊκή βία των ένστολων, η παρανοϊκή δράση της Χρυσής Αυγής που μόνο και μόνο για το σύνθημα «εναντίον όλων» θα έπρεπε να τεθεί εκτός νόμου.
Σε αυτό το κάδρο λοιπόν, και οι πελιδνές μορφές των εκπροσώπων του συστήματος να ψελλίζουν αενάως την ίδια κασέτα χωρίς να πείθουν πια, ούτε τα ντουβάρια.
Φόντο, η οικονομική εξαθλίωση των πολλών που ποτέ δεν βγήκαν μπροστά, οι αμέτρητοι άνεργοι, το εθνικό χαρακίρι του ανώνυμου πολίτη και όχι των ενόχων, η διαρκής ενοχοποίηση των θυμάτων ενός εγκλήματος που άλλοι έκαναν και άλλοι πληρώνουν.
Δεν μένει τίποτα, παρά το πλήρες ξήλωμα της σαπίλας.
Δεν μένει τίποτα, παρά να μαζευτούν εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπων στο Σύνταγμα, ήσυχα και να μείνουν εκεί μέχρι να υπάρξει αλλαγή πλεύσης με συγκεκριμένες πρακτικές.
Αλλά ξέχασα….Για να γίνει κάτι τέτοιο, πρέπει να το υπογράψει το ΚΚΕ.
Το οποίο, με όλον τον σεβασμό στη συνέπεια που το διακατέχει, ως ηγεσία τουλάχιστον, είναι ακόμα ένα μέρος του προβλήματος.
Πως θα τους πάρει και θα τους σηκώσει όλους ο άνεμος χωρίς να έρθει το μαύρο;
Δεν ξέρω. Όποιος γνωρίζει, ας το πει.

Παρασκευή 11 Μαρτίου 2011

Τα λερά «παιδιά» του Φρίντμαν...



          Η πρώτη πλευρά της κρίσης είναι η κλοπή της γης, η αρπαγή των κερδοφόρων δημόσιων επιχειρήσεων, η μόνιμη ημιαπόλυση, η μόνιμη ημιπρόσληψη, ένα μόνιμα οριακό τρεμούλιασμα στα 200 ευρώ, ένα εργασιακό τίποτα, του νέου ενοχικού εργαζόμενου που πίνει το βράδυ -περίλυπος- εσάνς με ζάχαρη.
          Οι Moody's και τα υπόλοιπα «παιδιά» του Μίλτον Φρίντμαν διαλύουν με οικονομικό τραμπουκισμό κάθε χώρα, κοινωνική μορφοποίηση, κόμμα, συνδικαλιστική ένωση, μικρές επιχειρήσεις, την ίδια την ιστορία, και πάνω στον πόνο και τον τρόμο χτίζουν αυτό το σπινθηροβόλο και μεθυσμένο σκοτάδι.
           Η δεύτερη πλευρά της κρίσης όμως θα μπορούσε να είναι να στυλώσεις άφοβα τα πόδια. Οργανωμένα και έξυπνα, δυνατά και θεληματικά... Ακριβώς αυτή η καθοδηγημένη από τους οίκους διαλυτική τελετουργία μπορεί να χτίσει καινούργιες ανοικτές διεκδικήσεις, απρόβλεπτες κοινωνικές συνθέσεις, άλλου τύπου αιτήματα, να συγκροτήσει άλλη εργασιακή γλώσσα. Αν μηδενίζεται κάθε κατάκτηση από το κυρίαρχο διεθνές σύστημα, μπορεί να μηδενιστεί και κάθε απώλεια. Αν μπορούν να σου πάρουν τα πάντα, μπορεί και να χάσουν τα πάντα. Αρκεί στην έρημο που φτιάχνουν να διεκδικήσεις.
         Οσο τίθενται υπό διαπραγμάτευση κάτω από το καθεστώς του πανικού η προσωπική ευστάθεια και η οικογενειακή οικονομία, άλλο τόσο μπορεί να τεθεί υπό διεκδίκηση η ανακατάληψη των συνδικάτων (π.χ.) από την κουλτούρα της εργασίας, σε αντίθεση με τον παραγοντικό κομματισμό που τα βαρύνει πολλά χρόνια τώρα. Εάν είχαμε στον τόπο μας μια σοβαρή αστική τάξη, ενεργό συνδικαλιστικό κίνημα και ποιοτικά κόμματα, αυτή η τούμπα θα ήταν πιθανή.
          Υπάρχει όμως και μια τρίτη πλευρά της κρίσης. Η «παπαγαλία» της εξέγερσης, η μεταφυσική προσδοκία της έλευσης ενός επαναστατικού κύματος από το αραβικό υπερπέραν.
Τρίτη πλευρά της κρίσης είναι να τρέχεις τσιμπολογώντας πίσω από τις μικροαστικές εξεγέρσεις διοδίων και εισιτηρίων, να βλέπεις επαναστατικές διαδικασίες πίσω από επικοινωνιακές ωραιοπάθειες και ναρκισσισμούς που δεν παίρνουν υπόψη τους τα κοινωνικά συμφραζόμενα. Τρίτη πλευρά της κρίσης είναι να πολυδιασπάσαι συνεχώς, μιλώντας μάλιστα για ενότητα. Τρίτη πλευρά της κρίσης είναι η υπόγεια ανακούφιση από το γεγονός ότι η κρίση εκλογικεύει και εκλαϊκεύει αυτό που εσύ δεν κατάφερες να προσδιορίσεις και να πεις, μετά από τόσα χρόνια κοινοβουλευτικής, συνδικαλιστικής και τηλεοπτικής θητείας.
           Ολα αυτά είναι μια τρίτη πλευρά της κρίσης αλλά και μια επώδυνη δίοδος του αισθήματος. Γιατί όσο ζεις στη ρητορική της κρίσης τόσο την εξωραΐζεις και την αποερμηνεύεις. Οσο δεν αφομοιώνεις το κοινωνικό ενεργητικό και το αφήνεις να ξοδεύεται στους Κολλάτους, τόσο οι ενοχοποιούμενοι Σημίτης, Πάγκαλος και οι λοιποί θα αθωώνονται μέσα σε μια εύκολη θυμική και θεαματική, λαϊκόμορφη καταδίκη.
           Τότε ένοχος δεν θα είναι ο μικροαστός που (ως συνήθως) θέλει να πάνε τα απόνερά του στον διπλανό, ο μικροαστός που τους εξέλεξε τόσα χρόνια και τώρα θέλει έναν εύκολο ένοχο εντοπισμένο και εικονογραφημένο, αλλά ένοχος θα είσαι εσύ, «ο στέλεχος αριστερός», που, ακόμα μια φορά στην ιστορία, αφήνεις την ιστορία να πηγαίνει χαμένη και να εξηγείται επικοινωνιακά. Η κολεκτίβα της κάθε αριστερής μικροεξουσίας συστήνει την τρίτη πλευρά της κρίσης.
           Δεν έχουμε χρόνο. Πρέπει να βιαστούμε πατώντας με τόλμη στο αβαθές σημείο της λάσπης. Λογιστικός έλεγχος του χρέους, διάρρηξη συμμαχικών στερεοτύπων, καινούργια αγροτική οικονομία, σκέψη και μόρφωση για να αντέξουμε, αλληλεγγύη για να ζήσουμε. Ηδη είμαστε εκτός ορίων. Γιατί και οι τρεις πλευρές της κρίσης συνθέτουν το θάνατο της τρίτης πλευράς του χρόνου: του μέλλοντος.      
          Η πιο σπαρακτική, η πιο κολασμένη, η πιο αδυσώπητη πιθανότητα είναι ο θάνατος των παιδιών μας, για να πλουτίζουν τα λερά «παιδιά» του Φρίντμαν, με λαιμαργία και παχύσαρκη απόγνωση.

Παρασκευή 28 Ιανουαρίου 2011

Η Νομική (σχολή) ενώπιον του νόμου και της Δικαιοσύνης

          Τι είναι, όμως, δικαιοσύνη; Βλέπουμε ότι μας περιβάλει η αδικία, αλλά συχνά δεν γνωρίζουμε που βρίσκεται η δικαιοσύνη. Η πιο οδυνηρή μαρτυρία της εποχής μας, γι’αυτό, είναι η ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση ότι η δικαιοσύνη έχει εκλείψει.

               Του Κώστα Δουζίνα  (από το RED Notebook)

         Ποιος είναι ο ρόλος της νομικής παιδείας, τι σημαίνει το να μαθαίνει κανείς το νόμο; Το πρώτιστο καθήκον των δασκάλων του νόμου, είναι να κατανοούν και να διδάσκουν τη γλώσσα της δικαιοσύνης, την αναπνοή, το πνεύμα και την αμεροληψία που θα έπρεπε να κινεί το σώμα του νόμου. Νόμος χωρίς δικαιοσύνη είναι κενό γράμμα, σώμα δίχως ψυχή – υπολείμματα απλώς και ερείπια μιας έντιμης παράδοσης. Ένας δικηγόρος που θέλει να είναι άξιος του ονόματός της, νέμει και κατανέμει.  Θέτει τις απαιτήσεις της απούσας δικαιοσύνης και της ιδανικής ισότητας ενώπιον της, πάνω από τα αιτήματα της εξουσίας και των καταχρήσεων του πλούτου.
          Η δικαιοσύνη εκλείπει, όχι μόνο όταν δεν πληρούνται τα κριτήρια, που ο ίδιος ο νόμος έχει θέσει στον εαυτό του, αλλά πολύ περισσότερο, όταν το σύνολο της Νομικής (και η διδασκαλία της) δεν λογοδοτεί, η ίδια, στο βωμό της δικαιοσύνης. Δεν θα έπρεπε να χρειάζεται να το θυμίσω αυτό στα παιδιά της Αντιγόνης. Η Θέμιδα, που κοσμεί τα δικαστήρια μας, έχει δεμένα τα μάτια της, ακριβώς για να μην δει τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του προσώπου, που έρχεται ενώπιον του νόμου (τοποθετώντας την αφηρημένη λογική του θεσμού πάνω από τη ζεστή λάμψη της δικαιοσύνης).
          Η Νομική σχολή από την άλλη πλευρά, έχει στο σφυγμό της ένα ανάχωμα ορθάνοιχτο, που κοιτάζει τον άλλο στο πρόσωπο και υπόσχεται άπειρη δικαιοσύνη. Εκείνοι, που το ξεχνούν αυτό, όταν διδάσκουν ή ασκούν τη δικηγορία, μετατρέπονται σε λογιστές της εξουσίας και υποχείρια της. Από λειτουργούς του κράτους Δικαίου, μετατρέπονται σε υπηρέτες του κράτους. Η απόσταση μεταξύ Κράτους και Κράτους Δικαίου, είναι πάντοτε μικρή, αλλά όταν η δικαιοσύνη εκπίπτει του νόμου, τότε τα δύο καθίστανται ταυτόσημα – ο νόμος σαν γλώσσα μιας τρελής από δύναμη κυριαρχίας.

Τρίτη 11 Ιανουαρίου 2011

Αφύπνιση της πολιτικής αλληλεγγύης απέναντι στον κοινό αντίπαλο

                                                 Συνέντευξη του  Νικόλα Σεβαστάκη  ("Εποχή", 9.1.2011)


                Ακούγεται περίεργα, αλλά η οικονομική κρίση έφερε...κρίση και στην αριστερά. Είναι σύμπτωση ή μήπως άλλαξαν, πράγματι τα δεδομένα από την ιδρυτική πράξη του ΣΥΡΙΖΑ;
              
Από μια άποψη δεν είναι παράδοξο αυτό. Η κρίση είναι ένα “ολικό γεγονός” που αλλάζει τις κοινωνικές σχέσεις αλλά και τους τρόπους πρόσληψης της καθημερινής πραγματικότητας. Δοκιμάζει επίσης, στον ένα ή άλλο βαθμό, τις ψυχικές αντοχές των ανθρώπων, επηρεάζοντας, συνήθως αρνητικά, τους κοινωνικούς δεσμούς και τη συνολική δημόσια ατμόσφαιρα. Η ξεχωριστή πυκνότητα και βιαιότητα των εξελίξεων εδώ και δυο χρόνια δεν θα μπορούσε να αφομοιωθεί εύκολα από κανέναν πολιτικό χώρο. Αλλά και το βασικό χαρακτηριστικό της νεοφιλελεύθερης λογικής η οποία επιβάλλεται πλέον σε όλα τα πεδία είναι ότι ενισχύει τη δυναμική των κατακερματισμών και των «αμυντικών» υποκειμενισμών. Η λογική της αυτοσυντήρησης εν μέσω θυέλλης είναι πολύ ισχυρή και δεν θα μπορούσε να λείπει από την Αριστερά. Ακόμα και αν σε αυτή την τελευταία η αυτοσυντήρηση επενδύεται στη γλώσσα της στρατηγικής και της τακτικής. Ο ΣΥΡΙΖΑ γεννήθηκε με μια επιθετική, με την παραγωγική έννοια του όρου, προσδοκία για σύνδεση του κοινωνικού με το πολιτικό. Αλλά το στοίχημα σκόνταψε σε μια συγκυρία οριζόντιας απαξίωσης της πολιτικής διαμεσολάβησης και εξασθένισης της συλλογικής ελπίδας. Διαμορφώθηκε ένας κόσμος με αναφορά στον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά η πολιτική ταυτότητα του εγχειρήματος τραυματίστηκε βαριά και κατ’ εξακολούθηση από μια κραυγαλέα αδυναμία τήρησης των εκάστοτε υποσχέσεων. Και σε ένα περιβάλλον εδραίωσης των κοινωνικών φόβων και των αντιπολιτικών διαθέσεων, η «εσωτερική περιπέτεια» (όλο και περισσότερο για τους καλά μυημένους) επικάλυψε την αρχική ιδέα.       
 
              Μήπως η οικονομική κρίση, έφερε στην επιφάνεια παλιές ιδεολογικές διαχωριστικές γραμμές, που κάποια στιγμή φάνηκε ότι οδεύαμε προς την υπέρβασή τους;
              
Δεν θεωρώ δυνατή την υπέρβαση των ‘ιδεολογικών διαχωριστικών γραμμών’ μέσα στη ριζοσπαστική Αριστερά. Και αυτό διότι ο χώρος ο ίδιος είναι εξαιρετικά ευαίσθητος στα ζητήματα ιδεολογίας και πολλές φορές πολιτεύεται με βάση το ειδικό μεταφυσικό βάρος συμβόλων, ιδιαίτερων λεξιλογίων, πολιτιστικών συναφειών που έρχονται από το παρελθόν. Πιστεύω όμως ότι μπορεί να υπάρχουν επάλληλες συναινέσεις σε θεμελιώδη κοινωνικοπολιτικά ζητήματα. Ότι, όπως έχει αποδειχθεί πολλές φορές, υπάρχει δυνατότητα συνάντησης των αριστερών ακόμα και όταν όλοι γνωρίζουν ότι δεν υφίσταται συναντίληψη για τις ιστορίες και τις ιδιαίτερες μυθολογίες του καθενός. Σήμερα ζούμε μια ιδιαίτερη στιγμή: την μετατροπή της οικονομικής κρίσης σε «έκτακτο» βιοπολιτικό πρόγραμμα, σε συνολική αμφισβήτηση των δημόσιων και κοινωνικών αγαθών αλλά και του πεδίου των κοινωνικών και πολιτικών ελευθεριών. Αυτή και μόνο η συναγερμική διάσταση της περίστασης θα έπρεπε να οδηγήσει όχι σε μια υπερβατική ενότητα (πράγμα αδύνατο), αλλά σε αφύπνιση της πολιτικής αλληλεγγύης απέναντι στον αντίπαλο. Υπάρχουν πολλά ανοιχτά μέτωπα που περιμένουν μια αριστερή απάντηση: η αποδόμηση του πανεπιστημίου, η επιθετική αναδιάρθρωση στην εργασία, οι εκσυγχρονιστικές «τομές» που απειλούν την ιδιωτικότητα, οι αντιδημοκρατικές και αντιοικολογικές «αναπτυξιακές» λογικές των fast truck, τα φαινόμενα αποδιοργάνωσης στη ζωή των λαϊκών στρωμάτων και της κατώτερης μεσαίας τάξης του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα.. Όλα αυτά δεν μπορεί να περιμένουν το θεόσταλτο οργανωτικό και ιδεολογικό μίγμα ούτε την πιο σοφή απάντηση από πλευράς οικονομολόγων για το χρέος.