Τι είναι, όμως, δικαιοσύνη; Βλέπουμε ότι μας περιβάλει η αδικία, αλλά συχνά δεν γνωρίζουμε που βρίσκεται η δικαιοσύνη. Η πιο οδυνηρή μαρτυρία της εποχής μας, γι’αυτό, είναι η ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση ότι η δικαιοσύνη έχει εκλείψει.
Του Κώστα Δουζίνα (από το RED Notebook)
Ποιος είναι ο ρόλος της νομικής παιδείας, τι σημαίνει το να μαθαίνει κανείς το νόμο; Το πρώτιστο καθήκον των δασκάλων του νόμου, είναι να κατανοούν και να διδάσκουν τη γλώσσα της δικαιοσύνης, την αναπνοή, το πνεύμα και την αμεροληψία που θα έπρεπε να κινεί το σώμα του νόμου. Νόμος χωρίς δικαιοσύνη είναι κενό γράμμα, σώμα δίχως ψυχή – υπολείμματα απλώς και ερείπια μιας έντιμης παράδοσης. Ένας δικηγόρος που θέλει να είναι άξιος του ονόματός της, νέμει και κατανέμει. Θέτει τις απαιτήσεις της απούσας δικαιοσύνης και της ιδανικής ισότητας ενώπιον της, πάνω από τα αιτήματα της εξουσίας και των καταχρήσεων του πλούτου.
Η δικαιοσύνη εκλείπει, όχι μόνο όταν δεν πληρούνται τα κριτήρια, που ο ίδιος ο νόμος έχει θέσει στον εαυτό του, αλλά πολύ περισσότερο, όταν το σύνολο της Νομικής (και η διδασκαλία της) δεν λογοδοτεί, η ίδια, στο βωμό της δικαιοσύνης. Δεν θα έπρεπε να χρειάζεται να το θυμίσω αυτό στα παιδιά της Αντιγόνης. Η Θέμιδα, που κοσμεί τα δικαστήρια μας, έχει δεμένα τα μάτια της, ακριβώς για να μην δει τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του προσώπου, που έρχεται ενώπιον του νόμου (τοποθετώντας την αφηρημένη λογική του θεσμού πάνω από τη ζεστή λάμψη της δικαιοσύνης).
Η Νομική σχολή από την άλλη πλευρά, έχει στο σφυγμό της ένα ανάχωμα ορθάνοιχτο, που κοιτάζει τον άλλο στο πρόσωπο και υπόσχεται άπειρη δικαιοσύνη. Εκείνοι, που το ξεχνούν αυτό, όταν διδάσκουν ή ασκούν τη δικηγορία, μετατρέπονται σε λογιστές της εξουσίας και υποχείρια της. Από λειτουργούς του κράτους Δικαίου, μετατρέπονται σε υπηρέτες του κράτους. Η απόσταση μεταξύ Κράτους και Κράτους Δικαίου, είναι πάντοτε μικρή, αλλά όταν η δικαιοσύνη εκπίπτει του νόμου, τότε τα δύο καθίστανται ταυτόσημα – ο νόμος σαν γλώσσα μιας τρελής από δύναμη κυριαρχίας.
Η δικαιοσύνη εκλείπει, όχι μόνο όταν δεν πληρούνται τα κριτήρια, που ο ίδιος ο νόμος έχει θέσει στον εαυτό του, αλλά πολύ περισσότερο, όταν το σύνολο της Νομικής (και η διδασκαλία της) δεν λογοδοτεί, η ίδια, στο βωμό της δικαιοσύνης. Δεν θα έπρεπε να χρειάζεται να το θυμίσω αυτό στα παιδιά της Αντιγόνης. Η Θέμιδα, που κοσμεί τα δικαστήρια μας, έχει δεμένα τα μάτια της, ακριβώς για να μην δει τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του προσώπου, που έρχεται ενώπιον του νόμου (τοποθετώντας την αφηρημένη λογική του θεσμού πάνω από τη ζεστή λάμψη της δικαιοσύνης).
Η Νομική σχολή από την άλλη πλευρά, έχει στο σφυγμό της ένα ανάχωμα ορθάνοιχτο, που κοιτάζει τον άλλο στο πρόσωπο και υπόσχεται άπειρη δικαιοσύνη. Εκείνοι, που το ξεχνούν αυτό, όταν διδάσκουν ή ασκούν τη δικηγορία, μετατρέπονται σε λογιστές της εξουσίας και υποχείρια της. Από λειτουργούς του κράτους Δικαίου, μετατρέπονται σε υπηρέτες του κράτους. Η απόσταση μεταξύ Κράτους και Κράτους Δικαίου, είναι πάντοτε μικρή, αλλά όταν η δικαιοσύνη εκπίπτει του νόμου, τότε τα δύο καθίστανται ταυτόσημα – ο νόμος σαν γλώσσα μιας τρελής από δύναμη κυριαρχίας.