Tο δημοσιονομικό πρόβλημα της χώρας εδράζεται στο πολύ απλό γεγονός ότι τα ευκατάστατα στρώματα της ελληνικής οικονομίας δεν πληρώνουν «φόρο εισοδήματος». Αυτός, για τα 600.000 με 700.000 νοικοκυριά που ανήκουν σε αυτή την κατηγορία, εκτιμάται περίπου στο 4%-5% του ΑΕΠ. Εξαιτί ας του γεγονότος αυτού τα φορολογικά έσοδα υστερούν πάντα των δαπανών. Από το 1980 ως το 2010, για τριάντα συνεχή χρόνια, ο προϋπολογισμός είναι κάθε χρόνο ελλειμματικός. Κατά μέσον όρο 6,5% τον χρόνο.
Η σύγκριση με τους αντίστοιχους δημοσιονομικούς δείκτες της ΕΕ επιβεβαιώνει την παραπάνω διατύπωση. Δαπανάμε το ίδιο ποσοστό συνολικά ως δημόσιες δαπάνες (45% του ΑΕΠ), έχουμε μικρές διαφοροποιήσεις στη σύνθεση των δαπανών (περισσότερη Αμυνα, λιγότερη Παιδεία και Υγεία) και έχουμε ακριβώς το ίδιο ποσοστό δαπανών για Δημόσια Διοίκηση. Πλεόνασμα δημοσίων υπαλλήλων και δαπανών έχουμε μόνο σε ορισμένες δραστηριότητες που αφορούν φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα.
Στο σκέλος των εσόδων τώρα έχουμε ακριβώς τα ίδια έσοδα από έμμεση φορολογία και εισφορές ασφαλισμένων.
Αποκλίνουμε, υστερούμε δηλαδή αισθητά, μόνο στον φόρο εισοδήματος. Ακριβώς 4%-5% του ΑΕΠ. Οσο είναι, έστω κάτι λιγότερο, το ετήσιο έλλειμμα του προϋπολογισμού.
Συνεπώς, το συμπέρασμα είναι προφανές.
Το έλλειμμα του προϋπολογισμού συντηρεί τα κέρδη και τα εισοδήματα των πιο ευκατάστατων στρωμάτων. Το φορολογικό σύστημα όχι μόνο δεν δρα αναδιανεμητικά, όπως στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, αλλά αποτελεί τον πρωταρχικό μηχανισμό αναπαραγωγής των εισοδηματικών ανισοτήτων της ελληνικής κοινωνίας.