"...επιτηδευόμενοι εξ επαγγέλματος την τροπολογίαν, αμαυρούσι και περιτρέπουσι την αλήθειαν με την των σοφισμάτων των περίπλεξιν... " !

Κυριακή 17 Οκτωβρίου 2010

Η "φορολογική ασυλία" των οικονομικά ισχυρών αιτία των ελλειμάτων του Δημοσίου

                            του Γεώργου Σταθάκη *, από το "ΒΗΜΑ Ιδεών"(17.10.2010)

            Tο δημοσιονομικό πρόβλημα της χώρας εδράζεται στο πολύ απλό γεγονός ότι τα ευκατάστατα στρώματα της ελληνικής οικονομίας δεν πληρώνουν «φόρο εισοδήματος». Αυτός, για τα 600.000 με 700.000 νοικοκυριά που ανήκουν σε αυτή την κατηγορία, εκτιμάται περίπου στο 4%-5% του ΑΕΠ. Εξαιτί ας του γεγονότος αυτού τα φορολογικά έσοδα υστερούν πάντα των δαπανών. Από το 1980 ως το 2010, για τριάντα συνεχή χρόνια, ο προϋπολογισμός είναι κάθε χρόνο ελλειμματικός. Κατά μέσον όρο 6,5% τον χρόνο.
            Η σύγκριση με τους αντίστοιχους δημοσιονομικούς δείκτες της ΕΕ επιβεβαιώνει την παραπάνω διατύπωση. Δαπανάμε το ίδιο ποσοστό συνολικά ως δημόσιες δαπάνες (45% του ΑΕΠ), έχουμε μικρές διαφοροποιήσεις στη σύνθεση των δαπανών (περισσότερη Αμυνα, λιγότερη Παιδεία και Υγεία) και έχουμε ακριβώς το ίδιο ποσοστό δαπανών για Δημόσια Διοίκηση. Πλεόνασμα δημοσίων υπαλλήλων και δαπανών έχουμε μόνο σε ορισμένες δραστηριότητες που αφορούν φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα.
           Στο σκέλος των εσόδων τώρα έχουμε ακριβώς τα ίδια έσοδα από έμμεση φορολογία και εισφορές ασφαλισμένων.
          Αποκλίνουμε, υστερούμε δηλαδή αισθητά, μόνο στον φόρο εισοδήματος. Ακριβώς 4%-5% του ΑΕΠ. Οσο είναι, έστω κάτι λιγότερο, το ετήσιο έλλειμμα του προϋπολογισμού.
          Συνεπώς, το συμπέρασμα είναι προφανές.
          Το έλλειμμα του προϋπολογισμού συντηρεί τα κέρδη και τα εισοδήματα των πιο ευκατάστατων στρωμάτων. Το φορολογικό σύστημα όχι μόνο δεν δρα αναδιανεμητικά, όπως στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, αλλά αποτελεί τον πρωταρχικό μηχανισμό αναπαραγωγής των εισοδηματικών ανισοτήτων της ελληνικής κοινωνίας.
         Ως γνωστόν η Ελλάδα δημιούργησε το χρέος στη δεκαετία του ’80, όταν διπλασίασε τις δημόσιες δαπάνες από 25% σε 40% του ΑΕΠ (για «καλό σκο πό», καθώς επεκτάθηκε το κοινωνικό κράτος). Λίγο αργότερα, το 1993, έφτασε στον ευρωπαϊκό μέσον όρο του 45%. Αντίθετα από την Ευρώπη όμως, εδώ διατηρήθηκε το παραδοσιακό ελληνικό φορολογικό σύστημα, το οποίο στηρίζεται κατά τα δύο τρίτα στους έμμεσους φόρους, ενώ τους άμεσους φόρους τους πληρώνουν κυρίως τα μισθωτά στρώματα. Αυτό το φορολογικό σύστημα δεν μπορεί, υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, να φέρει έσοδα της τάξεως του 45% του ΑΕΠ. Από αυτό προκύπτει το διαρκές και μόνιμο έλλειμμα του προϋπολογισμού.
             Εδώ εδράζεται και η αποτυχία των σταθεροποιητικών προγραμμάτων. Ως γνωστόν, η Ελλάδα έχει το απόλυτο ρεκόρ των σταθεροποιητικών προγραμμάτων (1985-87, 1990-93, 1996-2000, 2004-07). Αυτά έκαναν το ίδιο πράγμα (περιορισμό δημόσιων δαπανών, μείωση των μισθών και αύξηση της έμμεσης φορολογίας). Το αποτέλεσμα ήταν ταυτόσημο: το τρέχον έλλειμμα μειωνόταν προσωρινά, αλλά το συνολικό δημόσιο χρέος αυξανόταν.
             Το ’85-’87 από 60% σε 80% του ΑΕΠ, το ’90-’93 από 90% σε 115% κ.ο.κ. Το ίδιο θα συμβεί και τώρα. Με το τέλος του προγράμματος του ΔΝΤ - ΕΕ το δημόσιο χρέος θα αυξηθεί κατά περίπου 20 μο νάδες. Ο μόνος λόγος που το δημόσιο χρέος σήμερα δεν είναι ήδη μεγαλύτερο είναι επειδή επί δέκα χρόνια η σύναψη νέων δανείων γινόταν με όρους δανεισμού της Γερμανίας, με εξευτελιστικά δηλαδή επιτόκια.
          Αν το πρόβλημα των δημόσιων οικονομικών της χώρας είναι μονοσήμαντα το ζήτημα του φόρου εισοδήματος, το ερώτημα που τίθεται είναι γιατί καμία κυβέρνηση δεν έκανε κάτι επ’ αυτού. Η απάντηση βρίσκεται στο γεγονός ότι διαδοχικές κυβερνήσεις έκαναν το ακριβώς αντίθετο. Αυτό το σύστημα της «φορολογικής ασυλίας», και όχι φοροδιαφυγής, όπως παραπλανητικά εμφανίζεται, δεν το κληρονομήσαμε απλά από το παρελθόν. Το σύστημα αυτό κατασκευάστηκε στις δεκαετίες του ’80 και του ’90 με τη δημιουργία ενός σύνθετου φορολογικού συστήματος που επιμελώς «φορολογεί με τεκμαρτό τρόπο» πληθώρα επαγγελμάτων, ενώ ταυτό χρονα διευκολύνει την ακύρωση του «πόθεν έσχες», με πληθώρα νέων ρυθ μίσεων (offshore, φιλανθρωπικές δραστηριότητες, εικονικά τουριστικά σκάφη και βίλες, δάνεια φίλων κ.ο.κ.).
            Πρόκειται για ένα δαιδαλώδες φορολογικό σύστημα «ασυλίας» των ευκατάστατων τάξεων που είναι εντελώς προκλητικό και αδιανόητο για ευρωπαϊκή χώρα. Η κορύφωση έγινε πρόσφατα επί ΝΔ. Οταν προκειμένου να παρακαμ φθούν οι φόροι κληρονομιάς, ειδικά στη μεγάλη ακίνητη περιουσία, επέτρεψε τη μαζική μεταφορά των ακινήτων από γονείς σε παιδιά με φόρο μόλις 1%.
            Το ίδιο «κατακερματισμένο» σύστημα ισχύει φυσικά και για τις επιχειρήσεις. Τεχνικές εταιρείες, τράπεζες, τουριστικές επιχειρήσεις, ακτοπλοΐα, υπερπόντιος ναυτιλία, μικρομεσαίες επιχειρήσεις διαφόρων κλάδων, όλες έχουν ειδικά φορολογικά συστήματα, που οδηγούν σε ένα ατέλειωτο μωσαϊκό φοροαπαλλαγών.
           Τρία συμπεράσματα είναι προφανή: Πρώτον, κάθε αύξηση συνολικά των δημοσίων δαπανών, συνολικά ή σε επί μέρους κατηγορίες (πλην Παιδείας) είναι αδιανόητη. Δεύτερον, κάθε μείωση των δημοσίων δαπανών είναι επίσης αδιανόητη. Είναι θεμιτό να μειωθούν οι σπατάλες, η κακοδιαχείριση και οι μίζες, που αποτελούν μόνιμο πλέον στοιχείο της διοίκησης και του πολιτικού συστήματος, αλλά αυτοί οι πόροι πρέπει να δοθούν για τη βελτίωση των υπηρεσιών προς τους πολίτες. Τρίτον, αντίθετα με την προβαλλόμενη επιχειρηματολογία, το πρόβλημα της ελλη νικής οικονομίας δεν είναι πρόβλημα ανταγωνιστικότητας, υπερκατανάλωσης ή υψηλών μισθών, αλλά είναι πρόβλημα πρωτίστως της μόνιμης δημοσιονομικής ανισορροπίας που συντηρείται επιμελώς από το πολιτικό σύστημα και τις ηγεμονικές κοινωνικές ομάδες, των ανώτερων και μεσαίων στρωμάτων, που το στηρίζουν.
             Εν κατακλείδι η πρώτη και πιο σημαντική μεταρρύθμιση είναι ο «εξευρωπαϊσμός» του φορολογικού συστήματος. Η φορολόγηση δηλαδή, δίκαια και ακριβώς με τον ίδιο τρόπο όλων των φυσικών προσώπων, αναφορικά με το πραγματικό τους εισόδημα, καθώς και των επιχειρήσεων. Το μόνο πεδίο άντλησης νέων εσόδων είναι τα κοινωνικά στρώματα και οι επιχειρήσεις που απολαμβάνουν, σε αντίθεση με τις ευρωπαϊκές χώρες, «φορολογική ασυλία».
            Αυτό προφανώς δεν μπορεί να γίνει με τη σημερινή Δημόσια Διοίκηση. Επί τριάντα χρόνια η Δημόσια Διοίκηση καταρρακώνεται, αποδυναμώνεται και παραπαίει ανάμεσα στον κομματισμό, στην πολιτική κηδεμονία και σε έναν άτολμο συντεχνιακό συνδικαλισμό, που συντηρεί τον κατακερματισμό των ρυθμίσεων και κάθε είδους αναχρονισμούς.
              Η Δημόσια Διοίκηση βρίσκε ται στην καρδιά των σημερινών προβλημάτων. Μα και ιστορικά στο παρελθόν κάθε άξιος λόγου εκσυγχρονισμός από τη Δημόσια Διοίκηση ξεκίνησε (Τρικούπης, Βενιζέ λος). Το ίδιο συνέβη ακόμη και στα σκληρά χρόνια της «καραμανλικής οκταετίας», όπου όμως «θύλακοι Δημόσιας Διοίκησης» συνέβαλαν στην οικονομική άνοδο. Για τους ίδιους λόγους απέτυχαν όλα τα άλλα εκσυγχρονιστικά εγχειρήματα, μαζί και της σημιτικής περιόδου, που θεώρησαν ότι η ενεργοποίηση του ιδιωτικού τομέα αρκεί για την επίλυση των οικονομικών προβλη μάτων της χώρας.  Τελικά η αφετηρία για διέξοδο από την κρίση δεν μπορεί παρά να είναι το ίδιο το κράτος. 
         * Ο Γεώργος Σταθάκης είναι καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Κτήτης, υποψήφιος Περιφερειάρχης Κρήτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου