Με αφορμή την εκπομπή του Γ. Τράγκα της 7ης Απριλίου
του Μάκη Κουζέλη (από τα "Ενθέματα" της Αυγής)
Θα διατυπώσω έξι επισημάνσεις με τη μορφή θέσεων, που αποτελούν –ελπίζω– κοινούς τόπους.
1.
Η Χρυσή Αυγή είναι φασισμός –κανείς δεν μπορεί να κάνει πως δεν τον
είδε, κανείς πως δεν καταλαβαίνει– και ο φασισμός της έχει απήχηση —
κανείς δεν την ψήφισε «κατά λάθος».
Η Χ.Α. δεν είναι απλώς
ακροδεξιά, απλώς ξενοφοβική ρατσιστική οργάνωση· είναι φασιστική
νεοναζιστική συμμορία. Ανήκει στις στρατιές της σβάστικας, είναι
παρακλάδι αυτών που έκαιγαν τα ελληνικά χωριά. Σίγουρα δεν είναι η
μοναδική εκδοχή φασισμού στην ελληνική κοινωνία ή και την ελληνική
πολιτική σκηνή· είχε και έχει συμμάχους, υποστηρικτές, προπαγανδιστές
και προπομπούς. Εκτός από τα SA, υπάρχουν και οι θεσμικότεροι παράγοντες
πολιτικής εκπροσώπησης ενός εθνικοσοσιαλιστικού εργατισμού.
Επομένως,
δεν κάνουμε πως δεν τους βλέπουμε. Και, κυρίως, δεν επιτρέπουμε και
στους άλλους να κάνουν πως δεν τους βλέπουν: να υποβαθμίζουν τον
κίνδυνο, να κάνουν πως δεν τρέχει τίποτα, πως είναι αστειότητες,
επιφαινόμενο, κάτι που θα περάσει από μόνο του, να παίζουν με την
αξιοποίησή τους, κυρίως εναντίον της Αριστεράς. Τους δείχνουμε, και τους
δείχνουμε ως επικίνδυνους φασίστες, αναγκάζουμε όσους δεν είναι μαζί
τους να τους αναγνωρίσουν ως τέτοιους. Το θυμίζουμε διαρκώς και δεν
αφήνουμε τίποτα να περάσει απαρατήρητο. Τους αντιμετωπίζουμε: πολιτικά,
ιδεολογικά, κοινωνικά. Καμία ανοχή.
2. Ο φασισμός της Χ.Α. δεν
ήρθε από το πουθενά. Κι αυτός ο φασισμός είναι προϊόν του καπιταλισμού
(γράφει ο Μπρεχτ: ο φασισμός είναι ο πιο γυμνός, ο πιο θρασύς, ο πιο
πνιγηρός, ο πιο απατηλός καπιταλισμός). Δεν είναι «κάτι άλλο», όπως
επιθυμεί ό,τι τον εξέθρεψε για να απαλλαγεί από το στίγμα, κι όπως
επιθυμεί κι ο ίδιος. Τα όργανά του, μάλιστα, πιστεύουν πως μάχονται τον
καπιταλισμό, και πράγματι ο φασισμός οργανώνει και αξιοποιεί τον
μικροαστικό φθόνο κατά της αστικής κουλτούρας, κατά της αστικής
ελευθερίας και πνευματικότητας. Πάντα διέθετε και διαθέτει ένα τέτοιο
στοιχείο αντικαπιταλιστικής ιδεολογίας, ενσωματωμένο σε έναν
«αντισυστημισμό» που βλέπει μια ενιαία συμπαγή απειλή: βλέπει απέναντί
του –αλλά και επιθυμεί– μια κοινωνία ως μηχανή, χωρίς αντιφάσεις, χωρίς
εσωτερικές συγκρούσεις, βλέπει έθνη και φυλές κι όχι τάξεις και
κοινωνικές ομάδες, βλέπει μηχανικά συστήματα κι όχι κοινωνικές σχέσεις.
Πίσω
απ’ όλα αυτά, το κεφάλαιο καλά κρατεί και ήδη το ’30-40 το χρηματιστικό
και μεγαλοβιομηχανικό κεφάλαιο βγήκε ριζικά ενισχυμένο από την κατάλυση
των δημοκρατικών διαδικασιών. Και οι ταξικές ανισότητες έγιναν ακόμα
πιο ριζικές.
Ισχύει, κατά τη γνώμη μου, η γνωστή ρήση του
Χορκχάιμερ: «Όποιος δεν θέλει να μιλήσει για τον καπιταλισμό θα πρέπει
να σωπαίνει και για τον φασισμό». Η φράση είναι μια απάντηση σε εκείνους
τους φιλελεύθερους κύκλους διανοουμένων που τότε, το 1939, όπως και
σήμερα, έβλεπαν πλέον την ανάγκη να καταδικάσουν τον ολοκληρωτισμό,
αποφεύγοντας κάθε κριτική στην πηγή προέλευσής του, και μάλιστα
καταγγέλλοντας την Αριστερά και τη μαρξιστική θεωρία της. Γι’ αυτό και ο
αφορισμός του Χορκχάιμερ συνεχίζει με τη θέση: «Η τάξη του
ολοκληρωτισμού δεν είναι άλλη από την προκάτοχό της, αλλά χωρίς
δισταγμούς, αδίστακτη». Και καταλήγει: «Αυτό που τώρα καταργείται είναι η
διαμεσολάβηση, η διαμεσολάβηση των ελεύθερων συμβάσεων. Ο φασισμός
είναι η αλήθεια της σύγχρονης κοινωνίας, όπως εξαρχής τη συνέλαβε η
θεωρία [εννοείται η μαρξιστική]. Ο φασισμός σταθεροποιεί τις ακραίες
διαφορές που στο τέλος αναπαράγει ο νόμος της αξίας».
Μην ξεχνάμε
πόσο ουσιαστική είναι η ύπαρξη ή μη της διαμεσολάβησης, της εντός της
αστικής δημοκρατίας υλοποιούμενης ελευθερίας. Είναι, όπως είδαμε, ζήτημα
εκατομμυρίων ζωών.
3. Η υποδοχή της Χ.Α.
προετοιμάστηκε.Προετοιμάστηκε από τις μεταλλάξεις και νομιμοποιήσεις της
πολιτικής εκπροσώπησης των μεταξικών, των συνεργατών των ναζί, των
δωσίλογων σε εθνικόφρονες αντικομμουνιστές και «υπερασπιστές της
ελευθερίας» — νομιμοποιήσεις με τη γραφίδα πλέον διαπρεπών διανοουμένων
της «κανονικής» δεξιάς, που με εγκληματική αφέλεια διεκδικεί το δυναμικό
της ΧΑ. Προετοιμάστηκε από τις μεταλλάξεις και νομιμοποιήσεις των
υποστηρικτών της χούντας· το δυναμικό ήταν εκεί, κι από ό,τι φαίνεται η
υποβάθμιση της παρουσίας του δεν προστάτεψε τη δημοκρατία.
Προετοιμάστηκε
από τη διολίσθηση του πολιτικού λόγου στον ολοκληρωτισμό. Κι εδώ δεν
ανήκουν μόνο οι ακροδεξιές ρητορικές. Ανήκει η συρρίκνωση της
εσωκομματικής δημοκρατίας σε δημοψηφισματικές διεργασίες διά βοής
ανάδειξης ηγετών, η παραπολιτική κενολογία των συνθημάτων που στοχεύουν
στις ενστικτώδεις αντιδράσεις, η απομάκρυνση από τα επιχειρήματα, η
απόκρυψη του εκάστοτε κοινωνικού διακυβεύματος.
Και βέβαια
ολοκληρωτικός γίνεται ο κυρίαρχος πολιτικός λόγος κυρίως μέσω πρακτικών
αποδόμησης του κοινωνικού, με τη διάρρηξη των κοινωνικών δεσμών, με την
ξεδιάντροπη (χωρίς διαμεσολάβηση) καπιταλιστική εκμετάλλευση.
Ολοκληρωτικός γίνεται ως άγριος οικονομισμός και νεοφιλελευθερισμός
(θεοποίηση της αγοράς), ως λόγος που χλευάζει τη δημοκρατία και
επιτρέπει, νομιμοποιεί και εν τέλει εξωθεί στην καταπάτησή της (και
βέβαια κυρίως του Συντάγματος, αρχών που δεν «εξυπηρετούν»).
Ο
φασισμός της Χ.Α. προετοιμάστηκε από τα αστικά κόμματα ως κυριολεκτική
εμπροσθοφυλακή της επίθεσης που δεχόμαστε· τον έθρεψαν για να τραφούν
από αυτόν. Έθρεψαν τα μικροαστικά ένστικτα, έθρεψαν τον ιδιότυπο
ρεβανσισμό (για την ηθική νίκη της Αριστεράς που πρωτοστάτησε στην
Αντίσταση, αλλά και απέκτησε μεταπολιτευτικά ηγεμονική θέση στη
διαμόρφωση των ιδεολογικών σχέσεων και πρακτικών), έθρεψαν τον
εθνοκεντρισμό, την αντιεβραϊκή συνωμοσιολογία, το ρατσισμό, την
ξενοφοβία, έθρεψαν το μίσος για την παιδεία, την ελεύθερη τέχνη, τη
γνώση, τη σκέψη, τη διάνοια, έθρεψαν –το ξαναλέω γιατί είναι το
κρισιμότερο– την απαξίωση και εντέλει την εχθρότητα προς τη δημοκρατία
(λαϊκότητες, λένε, λαϊκισμός).
Ο φασισμός της Χ.Α.
προετοιμάστηκε όμως από τις αστικές δυνάμεις και πιο άμεσα: τον
στέγασαν, τον έβαλαν στο σαλόνι (ΛΑΟΣ), τον αξιοποίησαν κατά της
Αριστεράς (και για το δίπολο, την «ιδεολογία των άκρων» — ενώ μια χαρά
επικοινωνούν τα άκρα της βλακείας, του θράσους και του γκανγκστερισμού).
4.
Απέναντι στο φασισμό της ΧΑ ορθώνεται η δημοκρατία. Τελεία. Κι αν ο
αγώνας ενάντια στον φασισμό είναι αντικαπιταλιστικός (Μπρεχτ), τον
δίνουμε με όλους όσοι αντιστέκονται στην ταύτισή τους μαζί του, έστω και
επειδή απλώς υπερασπίζονται τα συμφέροντά τους (να εκπροσωπούν δηλαδή
αυτοί οι ίδιοι τον λόγο της αγοράς και της τάξης), έστω κι αν τρόμαξαν
με ό,τι οι ίδιοι εξέθρεψαν – και καλά θα κάνουν να τρομάξουν, καλά θα
κάνουμε να τους τρομάξουμε. Διακυβεύονται πρωτογενή αγαθά: η ανθρώπινη
ζωή, η στοιχειώδης ελευθερία.
Στο πολιτικό επίπεδο το συμπέρασμα
είναι προφανές: συμμαχία «και με το διάβολο» ενάντια στο φασισμό.
Αποτεινόμαστε επομένως ακόμα και σε όσους τους αποδίδουμε ευθύνη για την
άνοδο της Χ.Α., αναγκάζοντάς τους να δουν ακριβώς τι εξέθρεψαν,
δείχνοντάς τους το –χωρίς την ελάχιστη δόση υπερβολής– δολοφονικό
πρόσωπο του φασισμού που μοιάζει, άνευ αντιπάλου, να έχει κυριαρχήσει
στους δρόμους.
Χρειαζόμαστε την ευρύτερη δυνατή αντιφασιστική
συμμαχία και δεν πρέπει να επιτρέψουμε καμιά δικαιολογία για τη μη
συμμετοχή. Δεν πρέπει να αφήσουμε σε κανέναν περιθώριο αυτοεξαίρεσης, σε
κανέναν τη δυνατότητα να μη βλέπει, όσο κι αν αυτό τον συμφέρει. Και
ακριβώς, γι’ αυτό, οι συμμαχίες δεν θα συγκροτηθούν σε επίπεδο καθολικών
αρχών και γενικών πολιτικών σχεδιασμών, αλλά από μέτωπο σε μέτωπο, από
αντίσταση σε αντίσταση.
Γι’ αυτό άλλωστε τη χρειαζόμαστε την
ευρύτερη δυνατή συμμαχία: για να μπορούμε να αντιστεκόμαστε σε κάθε
φασιστική εκδήλωση, επί το δυνατόν να την προλαβαίνουμε. Καμιά κίνηση
της Χ.Α., καμιά εκδήλωση φασισμού, καμιά συμμορίτικη εκδήλωση δεν
πρέπει να θεωρείται «αδιάφορη», γιατί καμιά δεν είναι αθώα. Και με αυτή
την έννοια πρέπει να είμαστε παντού, παντού όπου δηλητηριάζουν την
κοινωνία, έστω και πουλώντας εξυπηρετήσεις.
Στο
κοινωνικό-ιδεολογικό επίπεδο –όπου συνήθως πλέκονται οι ανασταλτικές
πολιτικές των εξαιρέσεων («αυτοί δεν μας κάνουνε»)– έχουμε να
αποσαφηνίσουμε το είδος της σοσιαλιστικής δημοκρατίας στην οποία
προσβλέπουμε: η υπέρβαση του αστικού καθεστώτος περνάει μέσα από τη
ριζοσπαστική ανα-νοηματοδότηση και πραγμάτωση των αρχών που
κληρονομήσαμε από τη Γαλλική Επανάσταση.
Διεκδικούμε την
κληρονομιά της πολιτικής χειραφέτησης και της χειραφετητικής σκέψης,
αναδιατάσσοντας το πεδίο εφαρμογής τους: με μας είναι τα ανθρώπινα
δικαιώματα, με μας η δημοκρατία, με μας η προσωπική αξιοπρέπεια, με μας η
ανεξάρτητη σκέψη, με μας ο σεβασμός του άλλου, με μας η λογική, με μας
τα επιχειρήματα, με μας οι έννοιες. Στις τομές αυτές συγκροτείται το
αντιφασιστικό μέτωπο. Όποιος αποκλείεται ή αυτοαποκλείεται χαρίζεται στη
συμμορία.
Τη δημοκρατία καλούμαστε να μετατρέψουμε σε
επαναστατικό όπλο και επαναστατικό περιεχόμενο. Στη δημοκρατία πρέπει να
ασκηθούμε και να ασκήσουμε την επόμενη γενιά. Τώρα που η κατάληξη είναι
εμφανής, στιγματίζουμε ακόμα οξύτερα ό,τι τρέφει το φαινόμενο, τον
φασισμό στην καθημερινότητα, στην κοινοτοπία του. Ακριβώς, άλλωστε, λόγω
των εσωτερικών τους δεσμών, μπορεί η εκστρατεία ενάντια στον φασισμό να
είναι πρακτική κριτική του καπιταλισμού.
5. Η ΧΑ είναι συμμορία.
Η σκοτεινή πλευρά του πιο αδίστακτου, αδιαμεσολάβητου, «γυμνού», όπως
τον λέει ο Μπρεχτ, καπιταλισμού, είναι η δικτύωση των εξουσιών, των
μικρο- και παρα-εξουσιών στο εσωτερικό του σε κλίκες, συμμορίες,
γκανγκστερικές ομάδες και ορδές.
Η μορφή αυτή δεν γίνεται παρά σε
έκτακτες καταστάσεις κυρίαρχη –κι η κατάσταση εξαίρεσης κάθε άλλο παρά
επαναστατική ευκαιρία είναι–, αλλά ενυπάρχει στην καπιταλιστική οργάνωση
ως η άλλη όψη της κοινοβουλευτικής οργάνωσης, του ανταγωνισμού, της
ελευθερίας της αγοράς, της ισότητας των συμβαλλομένων. Οι μορφές αυτές
συναρθρώνονται, αλληλοενισχύονται: ο μπράβος που τυφλώνει την Κούνεβα.
Ούτε
βέβαια οι συμμορίες ξεπήδησαν από το πουθενά: υπόκοσμος, παραοικονομία,
δικτυωμένοι καλόγεροι και εφοπλιστές, χούλιγκαν και ποδοσφαιρικοί
παράγοντες, μαφιόζικα δικτυωμένοι ψευτοδημοσιογράφοι. Τέτοιος δεν είναι ο
ελληνικός καπιταλισμός, το θαύμα του και ο πολιτισμός του; Το
υποτιθέμενο «λάθος» έχει επομένως βάση και λογική.
Παραμένει όμως
για την κυρίαρχη ιδεολογία, για τις αρχές βάσει των οποίων
αυτο-ορίζεται τούτη η κοινωνία (ναι, η καπιταλιστική) «λάθος» και
ενεργοποιεί επομένως αντανακλαστικά προστασίας της κανονικότητας, των
νόμων — για τους οποίους πρέπει να φροντίσουμε να είναι δημοκρατικότεροι
και ουσιωδέστεροι.
Είμαστε λοιπόν υποχρεωμένοι να
αντιμετωπίσουμε τη συμμορία ως συμμορία, κι αυτό σημαίνει απαιτώντας με
κάθε μέσο την εξάρθρωσή της, την σύλληψη και τιμωρία εγκληματιών, την
προστασία των πολιτών και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Απαιτούμε την
εγρήγορση και την αποτελεσματική λειτουργία των θεσμών της πολιτείας,
και βέβαια τη δημοκρατική τους ανασυγκρότηση.
6. (Επιστρέφοντας
στην αρχή:) Καμιά ανοχή. Να απομονωθεί και να περιθωριοποιηθεί η Χ.Α.,
να αγωνιστούμε στην προοπτική απαγόρευσής της.
Αντιστεκόμαστε
υποστηρίζοντας μια κοινοβουλευτική δημοκρατία ως πλαίσιο αντιπαράθεσης
ιδεών (οι φασίστες δεν έχουν ιδέες· δίνουν ερεθίσματα για να
απελευθερωθούν απωθημένες, λογοκριμένες ενορμήσεις: πρόκειται για τον
γνωστό μηχανισμό της βαρβαρότητας, που μάχεται έναν εκπολιτισμό που
βάζει όρια — εκεί βρίσκεται και το δυναμικό από το οποίο τρέφεται αυτός ο
φασιστικός λόγος, το βάθος του εθνοκεντρισμού και της μισαλλοδοξίας).
Αντιστεκόμαστε υποστηρίζοντας τη δημοκρατία ως το πλαίσιο που κάνει
δυνατή την υπέρβαση του καπιταλισμού, την ανάπτυξη των δυνάμεων που
επιτρέπουν μια άλλη κοινωνία, και αυτές είναι δυνάμεις εργασιακές,
δυνάμεις πνευματικές, δυνάμεις συμμετοχής και αλληλεγγύης, δυνάμεις
δημοκρατικών και χειραφετητικών αρχών.
Αυτός όμως ο αγώνας δεν
δίνεται με εργαλεία και έννοιες των άλλων. Δεν δίνεται ιδεολογικά
υποχωρώντας στη βαθιά συντηρητική ορολογία περί «συστήματος» και
«αντισυστημισμού», που παραβλέπει το κύριο χαρακτηριστικό της κοινωνίας
ως ταξικής, που παραβλέπει τις αντιφάσεις και τις συγκρούσεις στο
εσωτερικό της. Και δεν δίνεται πολιτικά υιοθετώντας την εξίσου βαθιά
συντηρητική λογική που κινητοποιεί το δυναμικό μιας εφηβικής εξέγερσης
ενάντια στον αδιαφοροποίητο υπαρκτό κόσμο — ο κόσμος αυτός είναι και οι
ζωές μας και η εργασία και οι κοινωνικοί δεσμοί και η αλληλεγγύη και οι
ίδιοι οι αγώνες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου