"...επιτηδευόμενοι εξ επαγγέλματος την τροπολογίαν, αμαυρούσι και περιτρέπουσι την αλήθειαν με την των σοφισμάτων των περίπλεξιν... " !

Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2010

«Τι είν’ η πατρίδα μας ? »

               Ακολουθούν δύο κείμενα του Παντελή Μπουκάλα, που δημοσιεύθηκαν στην εφημερίδα "Καθημερινή", ένα παλιότερο και ένα πρόσφατο . Αφιερώνονται σε κάθε είδους "ελληναράδες" δεξιούς αλλά και "αριστερούς"  (υπάρχουν και τέτοιοι).



«Τι  είν’ η πατρίδα μας » - ξανά
Θυμόμαστε - δεν θυμόμαστε ότι το ποίημα είναι του Ιωάννη Πολέμη, μπερδεύουμε - δεν μπερδεύουμε τα «άσπαρτα» βουνά με τα «άπαρτα», που μάλλον μας ακούγονται πιο ηρωικά (εδώ μπερδεύουμε, με πρώτον και στομφωδέστερο τον κ. Καρατζαφέρη, την «κόψη του σπαθιού την τρομερή» με την «όψη που με βία μετράει τη γη»), το σίγουρο είναι πως οι στίχοι «Τι είν’ η πατρίδα μας; Μην είναι οι κάμποι; / Μην είναι τ’ άσπαρτα ψηλά βουνά;» κ.τ.λ. κ.τ.λ., διεκδικούν τα πρωτεία της φήμης από ένα άλλο ποίημα του ίδιου ποιητή που συνεχίζει να πυροδοτεί συζητήσεις, εκείνο για το «Κρυφό Σχολειό».
«Τι είν’ η πατρίδα μας», ακριβώς, τιτλοφορούνταν ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε το 1997, με τον υπότιτλο «Εθνοκεντρισμός στην εκπαίδευση», την επιμέλεια της Αννας Φραγκουδάκη και της Θάλειας Δραγώνα και τη συμβολή άλλων πέντε κοινωνικών επιστημόνων. Για δώδεκα χρόνια το βιβλίο αφορούσε τους κοινωνιολόγους, τους εκπαιδευτικούς κι όσους ακόμα νοιάζονται για το πώς σχηματίζεται η εικόνα του «άλλου», άρα και του εαυτού μας, μέσα από την εκπαιδευτική διαδικασία.
Οταν όμως η κ. Δραγώνα έγινε ειδική γραμματέας του υπουργείου Παιδείας, ανέλαβαν δράση οι πολιτικάντες (ο κ. Καρατζαφέρης, ο κ. Γεωργιάδης, που αντιπροτείνει ως εθνικώς πρέπον το εγχειρίδιο ενός χουντικού - εθνικοσοσιαλιστή, ο κ. Τραγάκης της συρόμενης Ν.Δ.), με τη συνεπικουρία εφημερίδων (κυρίως κυριακάτικων) ειδικευμένων στην αγοραία και αγρίως λαϊκιστική «εθνική κατήχηση», και διαφόρων Ενώσεων Αποστράτων (εκείνο το «ένας λοχίας μάς χρειάζεται», δεν λέει ακόμα να φύγει από το μυαλό ορισμένων). Εκοψαν κι έραψαν όλοι τούτοι, που βέβαια δεν μπήκαν στον κόπο να διαβάσουν το καταραμένο βιβλίο ή έστω να το ξεφυλλίσουν (ας είναι καλά τα γκαιμπελικά μπλογκ των αγρυπνούντων ελληνοφυλάκων), κατασκεύασαν φράσεις και τις φόρτωσαν στην πένα των συγγραφέων, έγινε και «διαδήλωση» από το ΛΑΟΣ και τη «Χρυσή Αυγή», με αίτημα «Εξω οι ανθέλληνες από το υπουργείο Παιδείας», όπου «ανθέλληνες» είναι όσοι δυσκολεύονται να συμφωνήσουν πως είμαστε λαός περιούσιος με ιστορία δεκαπέντε χιλιάδων χρόνων και βάλε, άρχοντες της οικουμένης εκ κληρονομίας, αποικιστές του σύμπαντος ήδη από τον καιρό των προσωκρατικών κ.τ.λ. Γνωστά είναι όλα τούτα και, αν εξαιρεθεί η «πορεία διαμαρτυρίας», έχουν ξαναγίνει, εις βάρος του «Εβραίου» κ. Χρήστου Ροζάκη παλαιότερα, της κ. Ρεπούση έπειτα, του πανεπιστημιακού κ. Κόκκινου προ μηνών. Γνωστό είναι επίσης ότι ο εθνικισμός, όταν μάλιστα τρέφεται από εθνικοσοσιαλιστικές «ιδέες» και απολήγει αφεύκτως σε ρατσιστικές κραυγές, δεν είναι απλώς κακέκτυπο του πατριωτισμού, είναι τυχοδιωκτική καπηλεία του και βαρύτατη προσβολή του. Δεν έχει δα κανένας την υποχρέωση να «απολογηθεί» για τη φιλοπατρία του στον κ. Πλεύρη ή πάλι στον κ. Ψωμιάδη ή τον μητροπολίτη Ανθιμο.

Τυπικά οι λαοί που έχουν ανάγκη, αλλά και χρέος, να αναρωτιούνται «τι είν’ η πατρίδα τους» είναι όσοι βρίσκονται στα πρώτα στάδια της εθνογένεσής τους και κάποιος τρόπος πρέπει να βρεθεί για να συμπλεύσει ο νους και η καρδιά τους στη σύνταξη των πρώτων κεφαλαίων του εθνοαφηγήματός τους – κομμάτι δύσκολο βέβαια γιατί τα θερμά αισθήματα συνήθως λογοκρίνουν ή πνίγουν την ψύχραιμη σκέψη.
            Τυπικά και πάλι, εμείς, περίπου διακόσια χρόνια μετά την Επανάσταση του 1821, δεν έχουμε λόγους να μπλέκουμε με το ερώτημα «τι είν’ η πατρίδα μας» και τι εμείς. Ο χρόνος έκανε τη δουλειά του, στρογγύλεψε τα πράγματα, άμβλυνε τις αντιθέσεις, έκοψε τις αιχμές, τακτοποίησε τις αντιφάσεις, έδωσε υλική υπόσταση ακόμα και σε θρύλους, μας παρέδωσε με λίγα λόγια μια στρωμένη και ορθή Εθνική Ιστορία, επίσημη, για σχολική, στρατιωτική και εν γένει κρατική χρήση. Αλλά και μόνο το γεγονός ότι κάθε λίγο και λιγάκι πέφτουμε σε καβγά για το ποια πρέπει να είναι η διεθνής ονομασία της χώρας μας, Hellas ή Greece, καβγάς που ανακαλεί, έστω κι αν ενίοτε δεν τη γνωρίζει, την προ δύο αιώνων αντιμαχία των λογίων για το πώς ταιριάζει να ονομαζόμαστε, Ελληνες, Γραικοί ή Ρωμιοί, φανερώνει ότι όσα μετράμε σαν λυμένα και αυτονόητα, ίσως δεν είναι· ότι δηλαδή η ιδεολογική σύγκρουση με αντικείμενο τον αυτοπροσδιορισμό μας είναι άπαυτη.
           Δεν εννοούμε και δεν ζούμε όλοι με τον ίδιο τρόπο τις κρίσιμες λέξεις, «Ελληνες», «ελληνισμός», «πατρίδα», «πατριωτισμός». Ποτέ δεν τους αποδώσαμε την ίδια σημασία, ούτε καν όταν ο τόπος ταλανιζόταν υπό ξένο ζυγό ή τον σκίαζε τυραννία εσωτερική· ο επίσημος εθνικός μας αυτοπροσδιορισμός προϋπέθετε τον πόλεμο τόσο εναντίον των εξωτερικών εχθρών (οι οποίοι και χαρακτηρίζονταν κατώτεροι, αν όχι βάρβαροι) όσο και εναντίον των «εσωτερικών», οι οποίοι, σαν νοσούντες, αποκόπτονταν από τον υγιή εθνικό κορμό με διατάγματα, ιδιώνυμα, εκτοπισμούς, φυλακίσεις. Για να μη βγαίνουμε έξω από την Ιστορία γλιστρώντας προς τις βολικές περιοχές της μεταφυσικής και της υπερβατικότητας, οφείλουμε να μη λησμονούμε πως δεν έλειψαν ποτέ όσοι, βέβαιοι ότι τυγχάνουν οι μόνοι φορείς των γνήσιων γονιδίων και οι αυθεντικοί εκφραστές της ελληνικότητας, κήρυσσαν «βδελυρούς», «μιάσματα» ή «εθνοπροδότες» τους άλλους, τους αντιπάλους τους στο πεδίο της πολιτικής και της ιδεολογίας. Κι αν δεν τους έστελναν πάντοτε σε νησιωτικούς «Παρθενώνες» προς σωφρονισμό, φρόντιζαν, ακόμα και σε καιρούς δημοκρατίας, όπως σήμερα, να βάζουν μπροστά τη μηχανή του στιγματισμού και του αποκλεισμού: «εκάς οι βέβηλοι», εκάς οι μαγαρισμένοι και μαγαρίζοντες, τα μισαδάκια της ελληνικότητας... Η ελληνομετρία διατηρεί αμείωτους τους οπαδούς της, αφού πάντοτε ξεφυτρώνουν όλο επιθετικότητα οι «γνήσιοι» και «καθαροί»· και ευτυχώς που πια, οδηγημένοι και από τον Καβάφη, ξέρουμε τι να υποθέτουμε όταν ακούμε για «το χρέος προς την πατρίδα και άλλα ηχηρά παρόμοια».

Και μιας και βρισκόμαστε στον χώρο της ποίησης, ας πω και τούτο: Τιμώ τον Διονύσιο Σολωμό και τον Κωστή Παλαμά ως εθνικούς ποιητές (και) για λόγους για τους οποίους κάποιοι θα είχαν ίσως την όρεξη να τους αναθεματίσουν σαν ανθέλληνες ή, τέλος πάντων, σαν ενδοτικούς «θολοκουλτουριάρηδες». Τον μεν Ζακύνθιο για το υψηλό εκείνο «o altra cosa» («ή κάτι άλλο») που πρόσθεσε, μέσα σε παρένθεση, στη γνωστότατη (αλλά φαλκιδευμένα μνημονευόμενη) προτροπή του: «Κλείσε στην ψυχή σου την Ελλάδα (o altra cosa) και θα αισθανθείς μέσα σου να λαχταρίζει κάθε είδος μεγαλείου». Τον δε Μεσολογγίτη για τον συντονισμό του με το ρεύμα της πραγματικής και όχι της μυθοπλασμένης Ιστορίας, όπως την αποκαλύπτουν οι εξής οχληροί για τους γαλαζοαίματους στίχοι του: «Στο αίμα μου κρατώ κι από μια στάλα / ξένες κι οχτρές κάθε λογής πατρίδες. / Και βουργάρα η ψυχή μου και τουρκάλα». Παραδόξως, ακόμα δεν έχει κηρυχθεί εκστρατεία αναδρομικής διόρθωσης επί το εθνοπρεπέστερον του σολωμικού και του παλαμικού έργου. Αλλά ποτέ δεν είναι αργά.


 Το παλιότερο κείμενο

 

Τι 'ν' η πατρίδα μας; Δέκα εκατομμύρια οι απαντήσεις στην ερώτηση τούτη, που την αποστηθίζαμε στο σχολείο στιχουργημένη. Όσες και οι κάτοικοί της δηλαδή, αν εξαιρέσουμε τα νήπια. Συν πέντε εκατομμύρια, πάνω κάτω, όσοι οι εκτός Ελλάδας Ελληνες όλων των γενεών. Συν ένα εκατομμύριο οι απαντήσεις των νέων «ελληνισταρίων», όσων μετανάστευσαν στον τόπο μας από γειτονικές ή πολύ μακρινές χώρες και μετέχουν πια στην εν γένει παιδεία μας, πολλοί με την ελπίδα να ριζώσουν. Οχι, δεν νομίζω πως υπάρχει μία και μόνη απάντηση στην οποία να συμφωνούμε όλοι, όπως πιστοποιεί άλλωστε η αδιάκοπη ιδεολογική αντιδικία για την έννοια του σημείου «ελληνικότητα». Με άλλον τρόπο ζει, νιώθει και εννοεί την πατρίδα ο καθένας, κι αυτός ο τρόπος μπορεί ν' αλλάξει και στο ίδιο άτομο, στη διαδρομή του· οι «θέσεις» και οι αντιλήψεις μας, κι ας μοιάζουν ακλόνητες, φυσικές, «γονιδιακές», είναι προϊόντα της Ιστορίας, και δεν παύουν να βρίσκονται σε κάποια συνάρτηση με τη θέση μας στα πράγματα, το πόστο μας, τη μοίρα μας. Διαφορετικά εννοούμε τον πατριωτισμό, το χρέος προς την πατρίδα, κατά τις ιδέες του ο καθένας, κατά τα αισθηματικά του εφόδια, αλλά και κατά τα συμφέροντά του, έστω κι αν αυτό το τελευταίο το επικαλύπτουμε συνήθως με τη ρητορική μας. Όσοι, λόγου χάρη, δοξολογούνται σαν ευπατρίδες, δεν είναι βέβαιο ότι δικαιούνται όλοι αυτόν τον τίτλο· αν, ώσπου να γίνεις «μεγάλος ευεργέτης» ή «μέγιστος χορηγός», πάτησες πάνω σε κάμποσους συνανθρώπους σου, μπορεί κάποια στιγμή να εξαγοράσεις τη δημοσιότητα και την κολακεία, αλλά συχωροχάρτι  γενικής αναδρομικής ισχύος δεν γίνεται να αποσπάσεις.
Και τον «ανθελληνισμό» επίσης, πραγματικό ή πλάσμα που το δημιουργεί και το εμψυχώνει η ευερέθιστη φαντασία μας, διαφορετικά τον εννοούμε και τον αξιολογούμε. Άλλοι, όποιο κι αν είναι το περιεχόμενό του, τον κρίνουν εκ προοιμίου αδιανόητο και ηθικώς απαράδεκτο, κάτι σαν αμαρτία, ενώ άλλοι, απρόθυμοι να δεχτούν πως το δίκιο είναι πάντοτε με το μέρος μας και σε οτιδήποτε, τον χρησιμοποιούν σαν μια αφορμή για να αναρωτηθούν, να ξανασκεφτούν, συνεκτιμώντας την πιθανότητα (έστω, την πιθανότητα) να υπάρχει και κάποιο μέρος αλήθειας στην εκάστοτε «απέναντι πλευρά». Δεν γίνεται να αντιμετωπίζουμε τους άλλους με τους όρους που επιβάλλουν τα δελτία των οχτώ, τους όρους του ηθικού ψευτοπανικού και της απολίτικης καταγγελιολαγνίας, όπου ο αβρότερος χαρακτηρισμός που επιφυλάσσεται στις απόψεις των μη Ελλήνων που δεν συνάδουν με τις δικές μας είναι «προκλητικές», για να αρχίσει αμέσως έπειτα η κλιμάκωση: «σκαιές», «επονείδιστες», «ιταμές».

Ώρες ώρες σκέφτομαι ότι για όλα (ή τέλος πάντων για πολλά) φταίει εκείνο το θήτα που κουμπώνει τη λέξη «ανθελληνισμός», το οποίο ανακαλεί αυτόματα στο μυαλό μας, και ταυτόχρονα, αδιαχώριστα, τη λέξη «θαύμα» (έτσι θέλουμε να βλέπουμε τον εαυτό μας στο πέρασμα της Ιστορίας) και τη λέξη «θύμα» (έτσι νιώθουμε, θύμα συνωμοσίας, όποτε ακούγεται αντίλογος σε όσα πρεσβεύουμε, έστω και ο πιο συγκροτημένος). Αν δοκιμάζαμε εναλλακτικά τη λέξη αντιελληνισμός, αποσπασμένη από τις ηθικολογικές συνδηλώσεις που φορτώσαμε στον «ανθελληνισμό», ίσως να διαβάζαμε ψυχραιμότερα και αυτοκριτικότερα τις ενστάσεις των τρίτων και να θεωρούσαμε νόμιμη τη διατύπωσή τους· και ίσως να παύαμε κάποια στιγμή να πιστεύουμε ότι ο κόσμος όλος είναι ή οφείλει να είναι μοιρασμένος σε φιλέλληνες και ανθέλληνες.
Υπάρχει λοιπόν μια «γραμμή», μια αντίληψη όχι απλώς ευδιάκριτη στο πέρασμα των χρόνων αλλά κυρίαρχη (άλλωστε αρκετές φορές έχει γίνει κρατική ιδεολογία και εκπαιδευτικό δόγμα), σύμφωνα με την οποία η Ελλάδα και ο Ελληνας δεν ανήκουν στην ήπειρο της Ιστορίας αλλά στην επικράτεια του Θεού ή, και αν ακόμα ανήκουν, κατέχουν αυτονοήτως δεσπόζουσα, προνομιακή θέση: είναι το κέντρο, πέριξ του οποίου κινούνται, σαν άσημοι ετερόφωτοι δορυφόροι, οι άλλοι λαοί.
Συνοπτικές διατυπώσεις της αντίληψης αυτής, που οι εκφραστές της νομίζουν ότι επικυρώνουν τη φιλοπατρία τους διογκώνοντάς τη δημαγωγικά και περίπου αυτοθαυμαζόμενοι, βρίσκει κανείς εύκολα στα γραπτά και στα πτερόεντα έπη πολιτικών, εκκλησιαστικών ανδρών, καλλιτεχνών κ.ά. Την πιο πρόσφατη «ανακεφαλαίωση» του δόγματος αυτού τη διέπραξε ο νομάρχης Θεσσαλονίκης, ένας από τους δημόσιους άνδρες που θεωρούν τον εαυτό τους μέτρο του πατριωτισμού.
Μιλώντας στους ομογενείς της Βοστώνης, με αφορμή την επέτειο της 25ης Μαρτίου, ο κ. Π. Ψωμιάδης είπε με τη γνωστή του επιστημονική αυτοπεποίθηση: «Το να είσαι άνθρωπος είναι θέλημα Θεού. Το να είσαι Ελληνας είναι προνόμιο της Ιστορίας». Υπάρχουν βέβαια κι άλλοι λαοί (ή ιδεολογικοί οδηγοί άλλων λαών) που πιστεύουν κάτι ανάλογο για λογαριασμό τους, οπότε η ανιστόρητη οίηση κάπως μοιράζεται, η ρήση πάντως του κυρίου νομάρχη είναι γέννημα του ίδιου συστήματος σκέψης που οδήγησε τον μακαριστό Χριστόδουλο να αποκαλέσει κατ' επανάληψη τους Ελληνες «ευλογημένο του Κυρίου λαό». Λίγες δεκαετίες πιο πίσω, τα δελτάρια που έστελναν από τα νησιά της εξορίας οι πολιτικοί κρατούμενοι έφεραν σφραγισμένο το «μήνυμα»: «Το να γεννηθή τις Ελλην είναι θείον δώρον». Αυτό το «θείον δώρον» πάντως οι μισοί Ελληνες, οι «καθαροί», οι νικητές δηλαδή και βεβαίως πιστοί χριστιανοί, το αφαιρούσαν βίαια (και δι' εκτελέσεων) από τους άλλους μισούς, τα «μιάσματα», τους ηττημένους, προφανώς επειδή πίστευαν ότι καμία αξία δεν έχει το να είναι ο Θεός Ελλην, όπως ακόμα ακούμε να λέγεται, αν δεν είναι ταυτόχρονα και δεξιός.
Ούτε ίχνος αυτογνωσίας δεν διαθέτει η εθνικιστική διόγκωση της έννοιας της πατρίδας, ούτε ένα νηματάκι δεν τη συνδέει με την Ιστορία. Γνωστικό, και εντέλει ωφέλιμο, είναι να βλέπεις τον τόπο σου και τους ανθρώπους του δίχως φωτοστέφανα, σκήπτρα και «προνόμια» δοσμένα από τον Θεό ή την Ιστορία. Να τον βλέπεις δίχως την κίβδηλη στίλβη της εξιδανίκευσης, με τις αντιφάσεις του, αφού αυτές είναι ο μέγας πλούτος του, ή σαν μια ζώσα τοιχογραφία με επάλληλες επιστρώσεις, όπως τον είδε ο Οδυσσέας Ελύτης στο «Δώρο ασημένιο ποίημα»: «Κι η πατρίδα μια τοιχογραφία μ' επιστρώσεις διαδοχικές φράγκικες ή σλαβικές που αν τύχει και βαλθείς για να την αποκαταστήσεις πας αμέσως φυλακή και δίνεις λόγο // Σ' ένα πλήθος Εξουσίες· ξένες».
Κι αφού ο λόγος για αντιφάσεις, ας θυμηθούμε εδώ τρεις από τις χαρακτηριστικότερες της πρόσφατης παραγωγής, που απαντούν με τον τρόπο τους στο ερώτημα «τι 'ν' η πατρίδα μας», υποδεικνύοντας τι δεν θέλει να είναι και τι νομίζει πως δεν είναι:
Περιστατικό πρώτο: Παρά τη μάχη για το όνομα και την τόση αναδρομική λατρεία για τους αρχαίους Μακεδόνες, που υποτίθεται ότι μας ώθησε να σκύψουμε στις πηγές της ιστοριογραφίας, στην ταινία «Μέγας Αλέξανδρος», η οποία, προς τόνωση του ηθικού, παίζεται συχνά στα κανάλια και μοιράζεται από εφημερίδες, διαβάζουμε στους υπότιλους πως ανάμεσα στους διαδόχους του Μακεδόνα στρατηλάτη υπήρξε και κάποιος «Σολούκας». Σολούκας; Κατακαημένε Σέλευκε, το δικό σου όνομα δεν ήταν φαίνεται η ψυχή σου. Περιστατικό δεύτερο: Σε αγώνα Κυπέλλου του Αρη με την Ξάνθη, κάποια στιγμή ένας παίκτης βρίσκεται στο χώμα και οι αντίπαλοί του, που βιάζονται να πετύχουν γκολ, δεν βγάζουν την μπάλα έξω. Πάραυτα αρχίζει η κλοτσοπατινάδα, εν ονόματι φυσικά του ευ αγωνίζεσθαι και της εδώ γεννήσεώς του. Περιστατικό τρίτο: Συλλαμβάνεται και κατηγορείται για αρχαιοκαπηλία ένας από τους λεγόμενους ευπατρίδες, ο πρόεδρος της «Ελληνικής Εταιρείας για την Προστασία του Περιβάλλοντος και της Ελληνικής Κληρονομιάς». Δεν είναι μόνο αυτά η πατρίδα μας βέβαια. Αλλά είναι και αυτά.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου